Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Κάθε χρόνο την είχαμε την καλοπέραση τούτη.... Σηκωθήκαμε πρωί πρωί, τοιμαστήκαμε, μανταλώσαμε τα παράθυρα, κλειδώσαμε τις πόρτες, και τραβήξαμε κατά τον κάμπο, με το γαδουράκι του γέρου φορτωμένο δισάκκια, ζεμπίλια, και στρωσίδια. Ήρθαμε και τα βρήκαμε όλα σε τάξη.

Και για να μην τύχη και τα μέλλοντα μας σταθούν τυχερώτερα, και ξαναβλαστήση παλικαριά κι αρετή στη ψυχή μας, μας ρίξανε στη μέση τη μυριοκαμάρωτη αυτή τη μελόπηττα, που τη λένε «Σύνταγμα». Και τώρα τη βρήκαμε θαρρώ, τη φύτρα της περίφημης αυτής «πολιτικής διαφθοράς», που όλη μας τη ζωή την ακούμε. Ένα είδος &δασκάλοι& μας την έφτειαξαν και δω.

Στον κρουνό των στοχασμών το κουρασμένο μας πνεύμα ελούστηκε. Στην πηγή της καλωσύνης το περιστέρι της ψυχής μας ήπιε. Λοιπόν δίκαια πονούσαμε! Λοιπόν όσα τολμήσαμε να πιστέψωμε τόσον καιρόήταν αλήθεια. Εκεί απάνω βρήκαμε το σκοπό του πόνου. Μη φοβηθής ποτέ πια την ασκήμια των ανθρώπινων ψυχώντη φρίκη της μοίρας. Μη φοβηθής τίποταπαρά συλλογίσου όταν υποφέρης, το Ταξείδι!

Καλώς σας βρήκαμε... — Να σε πάρη ο Διάβολος! Δε βρήκα καλύτερη φιλοφρόνησι να δεχτώ το έκτακτο υποκείμενο, που με περίμενε στο γραφείο μου από τα ξημερώματα. Αυτό δεν είχε να κάμη τίποτε. Ο πρωινός μου μουσαφίρης, συνειθισμένος από παρόμοια δεξίματα, δέχτηκε τη φιλοφρόνησι μου με γέλια και χαρές.

Σωκράτης Πού βρήκαμε, φίλε μου! καταντήσαμεν αλήθεια γελοίοι, σαν τα παιδιά που κυνηγούν τους κορυδαλούς· κάθε φορά που επιστεύαμε πως, να! θα την πιάσωμε πλέον την επιστήμην, εκείνη πάντα και μας έφευγε από μέσ' απ' τα χέρια μας.

Οι πιώτεροί μας, μήτε μας περνάει από το νου μας πως έχουμε πάθια. Φυσικώτατο. Τη βρήκαμε την ψώρα στον τόπο που γεννηθήκαμε. Ίσως μερικοί θα παραξενεύουνται που δεν την έχει κι όλος ο κόσμος. Δάσος χωρίς θεριά και φείδια, πέτρες δίχως σκορπιούς, — πού ακούστηκε! Και καταντάει να δοξάζουμε το Θεό που είναι απλή σκλαβιά, και δεν έχουμε και χερότερα. Μας έκλεψαν ώρα πολλή του Μπέη οι Χανούμισσες.

Όταν φύγανε οι Βούλγαροι, δε βρήκαμε πουθενά αυτή τη λατρευτή αδερφή· βάλανε σ' ένα αμάξι τη μητέρα μου, τον πατέρα μου και μένα, δυο υπηρέτριες και τρία παιδιά σφαγμένα, για να μας πάνε να μας θάψουνε σε μια εκκλησιά Ιησουιτών, δύο λεύγες μακρυά από τον πύργο των προγόνων μου.

Απαντήσαμε φίλους, μα καμιά συμπάθεια δεν κατώρθωσε να γεννήση στη γυναίκα μου άλλο αίστημα, παρά μόνο ευγνωμοσύνη· οι άνθρωποι γλυστρούσανε κοντά μας, σα να στεκόμαστε μέσα σε κάποια σύνορα, που δεν μπορούσε να τα περάση κανείς. Και την ησυχία, που είτανε δυνατό να βρούμε, τη βρήκαμε μόνο ένα βράδι, που μεταφερθήκαμε στο νέο σπίτι μας, στη Στοκχόλμη.

Μπήκαμε μέσα, και βρήκαμε την καταπακτή που οδηγούσε στην σκάλα, αλλά μας ήταν πολύ δύσκολο να την σηκώσουμε, γιατί ο πρίγκιπας την είχε σφραγίσει με το ασβεστοκονίαμα που είχε φέρει μαζί του. Πρώτος πήγε ο θείος μου και τον ακολούθησα. Όταν φτάσαμε στο τέλος της σκάλας, βγήκαμε σε ένα προθάλαμο γεμάτο με τόσο πυκνό καπνό, που δεν μπορούσαμε να δούμε σχεδόν τίποτα.

Έτρεξα κεπήρα το πουλί και το περιεργαζόμουν· κιδιαίτερη χαρά μούκαμε ότι τα πόδια της ήσαν κόκκινα. Ο θρίαμβός μου έτσι γινότανε μεγαλείτερός με τη σκέψη ότι το πουλί που' σκότωσα ήτον έχταχτο πουλί. Έφτασα 'στο μιτάτο μας, κρατώντας θριαμβευτικά το θήραμά μου· κιόταν ο γέρο τυροκόμος που βρήκαμε 'κεί άκουσε πως σκότωσα την κολιακούδα στο φτερό κήτον η πρώτη μου τουφεκιά, έδειξε μεγάλο θαυμασμό.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν