United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις φτάσαμε εκεί αρχίσαμε να δουλεύουμε.» «Τι δουλειά ήταν;» «Α, ήταν μια εύκολη δουλειά. Κάναμε το εξής: μαζεύαμε το χώμα από το ένα μέρος και το στοιβάζαμε στο άλλο…» «Είναι αλήθεια ότι σκάβουν ένα κανάλι για να περάσει η θάλασσα; Το νερό όμως δεν ακολουθεί το σκάψιμο;» «Ναι, έμπαινε μες στα σκαμμένα, αλλά υπάρχουν μηχανήματα που το τραβούσαν έξω.

Κι όταν πλησιάσαμε στο νησάκι, νομίζαμε πως κάθε πέτρα, κάθε δέντρο, κάθε θάμνο μεγαλώνανε όχι από το πλησίασμα, μα από την ανάμνησή μας, που είχε φυλάξει πιστότερα από την πραγματικότητα την τοποθεσία αυτή, απ' όπου βλάστησε για μας η ευτυχία όλης της ζωής. Όταν όμως φτάσαμε στη στεριά, σταματήσαμε κ' οι δυο και το ξεφωνητό της μαγείας, που έτρεμε στα χείλη της Έλσας, πάγωσε.

Δεν μπορείς να κάνεις λάθος. Μπείτε και οι δύο, και περιμένετέ με. Δεν θα αργήσωΌπως είχα υποσχεθεί, ξεκίνησα να κάνω ότι μου είπε, και δίνοντας το χέρι μου στην κυρία, την συνόδευσα, υπό το φως του φεγγαριού, στο μέρος για το οποίο είχε μιλήσει ο πρίγκιπας. Μόλις φτάσαμε, ήρθε και αυτός κρατώντας ένα μικρό δοχείο με νερό, ένα κασμά και μια μικρή σακούλα που περιείχε ασβεστοκονίαμα.

Μπήκαμε μέσα, και βρήκαμε την καταπακτή που οδηγούσε στην σκάλα, αλλά μας ήταν πολύ δύσκολο να την σηκώσουμε, γιατί ο πρίγκιπας την είχε σφραγίσει με το ασβεστοκονίαμα που είχε φέρει μαζί του. Πρώτος πήγε ο θείος μου και τον ακολούθησα. Όταν φτάσαμε στο τέλος της σκάλας, βγήκαμε σε ένα προθάλαμο γεμάτο με τόσο πυκνό καπνό, που δεν μπορούσαμε να δούμε σχεδόν τίποτα.

Κιο θείος μου, πούτον καλός καβαλάρης και με τους εφίππους του Κόρακα είχε πολεμήσει κατά τα τρία χρόνια της περασμένης επανάστασης, είχε καλά άλογα. Οι ξάδερφοι μέμαθαν να ιππεύω και μαζή γυρίσαμε τη Μεσαρά. Πήγαμε στους Άγιους Δέκα και φτάσαμε έως στο Τυμπάκι. Αλλά και με το στρωτό βάδισμα των κρητικών ίππων η ιππασία δεν είνε δύσκολη.

Φτάσαμε στο σπιτικό του, μούδειξε την κάμαρά μου, έβαλα μέσα τα λίγα μου πράματα που τα κουβαλούσε κατόπι μας ο Χαμάλης, με κατέβασ' έπειτα στην τραπεζαρία που είταν ώρα φαεί. Εκεί η κερά του, εκεί κ' η κόρη του, κορίτσι μελαχρινό και γαλανομάτικο, ως δεκάξη χρόνων κι αυτό.

Χτες φτάσαμε στη νέα μας θέση κι άρπαξα την πέννα. Γυρεύεις τόρα, φίλη μου, τι λογής εντύπωση μου έκαμε ο καινούργιος για μένα αυτός τόπος; Πολύ όμορφη. Δε ξέρω, αν είνε ο ηλιολουσμένος Μάρτης, που του δίνει τόση μπόλικη ομορφιά, αλλ' ένα ξέρω μονάχα, πως είμαι ξετρελλαμένη. Ησυχία επαρχιώτικη, φως, ήλιος, χρώματα, αέρας. Και τι χαρά που έχουν όλα τριγύρω μας.

Αν εκάτεχα γράμματα, είπε τότε, είντα δε θάχω να σου γράψω, πουλάκι μου! Πόσα πράμματα δεν τα λέει κιανείς καλλίτερα με την πένα! Η βοή του καταρράχτη έφθανεν έως στο μέρος που καθώμεστα. Και το Βαγγελιό, αφού σπόγγισε τα μάτια της, είπε: — Πάμε να δούμε τον εγκρεμό και τη ρίχτρα; Ανεβήκαμε και φτάσαμε στην κορυφή του βράχου.

Ξύπνησε τότε μέσα μου μια λαχτάρα για την περασμένη γνωριμία μας, και με τράβηξε η δυστυχία της, και θέλησα να γυρίσω να της πω να έλθει να με ιδεί όταν θέλει. Και δε γύρισα· κατέβηκα στο Γαλατά, πήρα ένα καΐκι και πήγα στο Φανάρι. Γνώρισα έναν παπά στο αγίασμα της Άγιας Βλαχέρνας· ήλθε μαζί μου· περάσαμε από το Γαλατά και φτάσαμε στο Πενταπύργιο, κοντά στον εξωτερικό τοίχο.

Είτανε μια ταραχή γεμάτη ήσυχη δύναμη, μια μεγάλη έκρηξη, που είχε κάτι από την αναγάλια της ζωής. Εμπρός στην ταραχή αυτή η δική μου ησύχασε κ' ενώ κρατούσα το χέρι της γυναικός μου αιστάνθηκα πως κ' οι δυο βαδίζαμε προς τη θάλασσα και φτάσαμε σ' αυτή από χωριστούς δρόμους. Δεν προφέραμε λέξη, μα στεκόμαστε αυτού πολλή ώρα και μέσα μας πέθαινε ό,τι είχε υπάρξει εκεί.