United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στεκόμαστε στο διάδρομο, οι δυο γιατροί άφωνοι και σοβαροί, η γυναίκα μου με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπό τους, σα να νόμιζε πως δεν είχανε προφέρει ακόμα την τελευταία λέξη. Τους κοίταζα όλους, κ' ενώ αγκάλιασα τη μέση της γυναίκας μου και θέλησα να τη σύρω κοντά μου, παρατήρησα πως η συμπονετική όψη του φίλου μας, του γιατρού του σπιτιού μας, έτρεμε σπασμωδικά.

Οι δυο άντρες ξεφύγανε το βλέμμα της, μα η Έλσα ορθώθηκε κ' είπε: — Δεν πρέπει να πεθάνη, θα σας δείξω πως θα ζήση. Έφυγε και στεκόμαστε κει σιωπηλοί και την είδαμε που μπήκε στην κάμαρα του αρρώστου. Νοιώσαμε όλοι πόσο βαθιά αιστάνθηκε το πως δεν είτανε πια ελπίδα και γι' αυτό έδωσε την υπόσκεση πως θα τον σώση από το θάνατοστο πείσμα όλων.

Θα στεκόμαστε να τ' ακούμε λιγάκι τα ευτυχισμένα αυτά τραγούδια των φτωχών αυτών δουλευτών και θ' αρχίζουμε πάλι το δρόμο μας τον άσωτο και τον μεθυστικό.

Είτανε μια ταραχή γεμάτη ήσυχη δύναμη, μια μεγάλη έκρηξη, που είχε κάτι από την αναγάλια της ζωής. Εμπρός στην ταραχή αυτή η δική μου ησύχασε κ' ενώ κρατούσα το χέρι της γυναικός μου αιστάνθηκα πως κ' οι δυο βαδίζαμε προς τη θάλασσα και φτάσαμε σ' αυτή από χωριστούς δρόμους. Δεν προφέραμε λέξη, μα στεκόμαστε αυτού πολλή ώρα και μέσα μας πέθαινε ό,τι είχε υπάρξει εκεί.

Μονάχα με τη γλώσσα στεκόμαστε πιο ψηλά απ' αυτά ή ο ένας από τον άλλο, με τη γλώσσα πούναι ο γονιός κι όχι το παιδί της σκέψεως. Η δράση είναι πράγματι πάντα εύκολη, κι όταν μας παρουσιάζεται στην πιο βαριά, γιατ' είναι κ' η πιο συνεχής, μορφή τηςκαι τέτοιαν εγώ θεωρώ την εμπορική της μορφήγίνεται απλούστατα το καταφύγιο των ανθρώπων που δεν έχουν να κάμουν τίποτε απολύτως.

Απαντήσαμε φίλους, μα καμιά συμπάθεια δεν κατώρθωσε να γεννήση στη γυναίκα μου άλλο αίστημα, παρά μόνο ευγνωμοσύνη· οι άνθρωποι γλυστρούσανε κοντά μας, σα να στεκόμαστε μέσα σε κάποια σύνορα, που δεν μπορούσε να τα περάση κανείς. Και την ησυχία, που είτανε δυνατό να βρούμε, τη βρήκαμε μόνο ένα βράδι, που μεταφερθήκαμε στο νέο σπίτι μας, στη Στοκχόλμη.

Μα καθώς στεκόμαστε βυθισμένοι στους στοχασμούς μας και κοιτάζαμε το φως του φεγγαριού να σβήνη στη σκοτεινιά του δάσους, η γυναίκα μου είπε: — Δε θέλω να την αφήσω εδώ. Ήθελα να την πάρω μαζί μου. Την έβγαλε προσεχτικά και την κάρφωσε στο φόρεμά της. — Μπορεί να μην ξαναγυρίσω εδώ και δε θέλω να τη βρης εσύ κατόπι.

Ποιος θα με σώση, ποιος θα μου είναι βοηθός απ’ τους θεούς, απ’ τις θεές; Τι άλλο μου μένει το λοιπόν ή να προσπέσω εγώ στ’ αγάλματα των πατρικών θεών; Αλλοίμονο, ω αθάνατοι, με τους λαμπρούς βωμούς, καιρός τ’ αγάλματά σας ν’ αγκαλιάζομε, τι να στεκόμαστε να πολυαναστενάζομε; Ακούτ’ ή δεν ακούγετε ασπίδων χτύπο; Πότε θενά τα ντύσομε λιτανευτά με πέπλους και με στέφανα αν όχι τώρα; Είδα έναν χτύπο, βρόντημα όχι από ’να δόρυ.