United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χωριστήκαμε χωρίς πολλά λόγια και πήγα στη γυναίκα μου χωρίς να ξέρω τι να της πω· ήθελα μόνο να είμαι κοντά της και να δω ίσως εκείνο που φοβόμουνα περσότερο. Δεν τη βρήκα στην κάμαρα του αρρώστου, μα στη δική μου κάμαρα και το πρόσωπό της είτανε σαν πετρωμένο.

Στις πόλεις ακόμη επιστήμονες γιατροί ήσαν λιγοστοί. Κι' από τους πραχτικούς οι περισσότεροι ήσαν μοιράρηδες, δηλαδή μάγοι και γιατροί μαζή. Αυτοί, αντί να ζητούν τη διάγνωση της αρρώστειας στα συμπτώματα και τη γενική κατάσταση του άρρωστου, τη ζητούσαν στα μοιροχάρτια των, πούχαν ανακατεμένη τη θεραπευτική και τη μαγεία. Ένα τέτοιο γιατρό κάλεσε η μητέρα μου να μεξετάση.

Ο ζωέμπορος έκυψε να λάβη τον Δημήτρην εις τας αγκάλας και τον θέση επί του ίππου· αλλά την ιδίαν στιγμήν σπασμός ισχυρός εκλόνησε το σώμα του αρρώστου και τον αφήκε νεκρόν. Ο Δημήτρης Νουλάς εξεψύχησεν αφού συνεφιλιώθη με τον τάφον. — Μπρε το διάτανο τ' έπιασε κ' έκαμε!. . .

Ως σε πιόν βαθμό και στάσι, Της σοφίας έχει φτάσει, Σφάλλει όποιος να το ειπή, Τα ρωτήματα δε θέλει· Για σφυγμό μηδέ τον μέλει· Τέτια ο φίλος τα γελά. Σ' άλλο ύψος μέγα πάνει· Τη διάγνωσί του κάνει Με αλλιότικα μιαλά. Με τη μυρουδιά και μόνον, Στου αρρώστου του τον πόνον Της κοιλιάς το περιττό, Ή το ούρος, με τη γέψη Λιγοντί να σημαδέψη, Του είναι πάρα αρκετό.

Πήγε και τούφερε νερό, του ανασήκωσε το κεφάλι του κεκείνος ρούφηξε με λαχτάρα σαν τη διψασμένη γη. — Δεν κοιμήθηκες ακόμα, Βαγγέλη; Βασανίζεσαι, καϋμένε... Είπε αναστενάζοντας με καλωσύνη. — Δεν έχω τίποτα. Κοιμήθηκα! Εσύ να γίνης καλά! του αποκρίθηκε ο Βαγγέλης καταπίνοντας τα δάκρυά του. Ένα χαμόγελο χάραξε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα στα χείλια του αρρώστου.

Κ' επιάσθηκε η κατάρα, κ' ήρθε η λυγερή Με ξανοιγμένους κόρφους, μ' απλωτά μαλλιά, Κι' ολοβροντά την πόρτα σαν θεότρελλη. Τ' αρρώστου η μάν' ανοίγει· κ' η θεότρελλη 'Στήν αγκαλιά του πέφτει και φιλεί και κλαίει. Έγειανε ο νηός, κ' η κόρη πήρε πληρωμή Καθάριο δαχτυλίδι κι' όλο μάλαμμα. Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΑ ΚΙ' Ο ΒΑΣΙΛΗΑΣ κ. Γ. Δροσίνη. Μια λυγερήτον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της.

Οι δυο άντρες ξεφύγανε το βλέμμα της, μα η Έλσα ορθώθηκε κ' είπε: — Δεν πρέπει να πεθάνη, θα σας δείξω πως θα ζήση. Έφυγε και στεκόμαστε κει σιωπηλοί και την είδαμε που μπήκε στην κάμαρα του αρρώστου. Νοιώσαμε όλοι πόσο βαθιά αιστάνθηκε το πως δεν είτανε πια ελπίδα και γι' αυτό έδωσε την υπόσκεση πως θα τον σώση από το θάνατοστο πείσμα όλων.

Ο Σβάντε περπατούσε στα δάχτυλα μέσα στην κάμαρα του αρρώστου κ' η καρδιά του είταν γεμάτη από το αφάνταστο: πως θα πέθαινε ο μικρός αδερφός. Έστεκε ακίνητος πολλή ώρα και τον κοίταζε ή έσκυβε και του φιλούσε το μάγουλο. Κι όταν η μαμά συνήρθε από τη λιποθυμία της και μπήκε μέσα, πήγε και της αγκάλιασε το λαιμό με τα δυο του χέρια.

Ο Ματζούκας τάχα φταίγει, Του αρρώστου του άντα λέγει Να ρουφήση αυγό ψητό, Και ο άρρωστος πεθαίνει, Αφορμής παραχορταίνει Απ' αυγό σφιχτά βραστό; Αν τον αστενή διορίση Το καθάρσιο να στραγγίση, Κι' ο εμπαθής, να καταπιή Μη μπορόντας, το αφίνει, Και λαβαίνει κακοσύνη, Πιος του είπε να μη πιή!

Εγώ δε θα δίσταζα να την πω και πεζή, ανεβάζοντας τη λέξη σε όλο το πλατύ και το σοβαρό της νόημα, αντίθετα προς την ποίηση του σύγνεφου, του άρρωστου, του ρωμαντικού. Ο έρωτας την πληγώνει, τη γλυτόνει η τέχνη της. Συχνά πυκνά ο διαπλασμένος άνθρωπος έχει εξός από τη φυσική του πατρίδα, κι άλλη μια πατρίδα πνευματική. Της Μύρτου η πατρίδα είναι η Αμερική, ο σωστός κόσμος της ελεύθερης γυναίκας.