United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μαυροφόρα, κουρελλιάρα, με ξερό κίτρινο σαν παλιό μήλο πρόσωπο, η χωριάτισσα κωλόκατσε χάμου στο πάτωμα, απίθωσε στα γόνατά της το τυλιγμένο παιδί της, σπόγγισε με την κίτρινη παλάμη της το μέτωπό της, που μόλις ξάνοιγε μέσ' από τη μαύρη μαντήλα της κι είπε αναστενάζοντας: — Αι!... κοψομεσάστηκα η μαύρη!...

Ο Χαγάνος εγνώρισε τη Ροδόπη και τον πήρανε τα δάκρυα. Τι σκοτωμός που έγινε ώσο να το πάρουν αυτό το βουνό! Μα τώρα φέγγει από τις τριανταφυλλιές! Μην είνε τάχα το αίμα των δικών του και στολίζει ακόμα την έρημη πλαγιά; — Διαολεμένος άνθρωπος, αλήθεια· εψιθύρισε αναστενάζοντας. — Δε φαντάζεσαι, αφέντη! Άμα βάλη κατιντί στο νου του δε μπορεί τίποτα να τον μποδίση. Από λόγια δεν ξέρει.

Εγώ θαυμάζομαι, εκείνη απεκρίθη, να σου επροξένησα τόσην αγάπην, επειδή και από το μέρος μου σου ομολογώ, δεν ημπόρεσα να κάμω αλλέως, παρά να λάβω μίαν παρομοίαν κλίσιν προς εσένα· η νεότης σου, η καλή σου διάθεσις, το πνεύμα σου το έξυπνον, και το περισσότερον από όλα, η προτίμησις που έκαμες από τες άλλες ωραίες κορασίδες σε έκαμαν πολλά χαριέστατον εις τους οφθαλμούς μου και τούτη μου η συναπάντησις ημπορεί να σου το βεβαιώση· μα αλλοί εις εμέ, ακριβέ μου Ταλμούχ, ακολούθησεν αναστενάζοντας, δεν ηξεύρω τάχατες να χαρώ τούτην την απόκτησιν, ή να θρηνήσω την δυστυχίαν μου που ημπορεί να μου συμβή.

Απαραίτησέ με, σε παρακαλώ, του είπα εγώ αναστενάζοντας, και μη με βιάζης να πληρώσω την περιέργειάν σου, διότι δεν ημπορώ να σου δώσω την ευχαρίστησιν χωρίς να ξανοίξω τες πληγές μου, που διά την ώραν είνε κλεισμένες.

Τι ημπορώ να κάμω, απεκρίθη η Κατηγέ, που δεν ημπορώ να υπερβώ το μίσος της καρδίας μου, που εσυνέλαβα δι' αυτήν την μορφήν που έχεις; Ημπορείς του λόγου σου να παραπονεθής εις εμέ, εξαναείπεν ο Δαλήν, αναστενάζοντας μεγάλως· αυτή η μορφή μου έγινε φυσική, διατί δεν ελπίζω σαν είνε έτσι να λάβω ποτέ την πρώτην μου.

Πού καπετανέοι τώρα σαν και μας; έλεγε πάντα στο τέλος της κουβέντας αναστενάζοντας. Και η Ουρανίτσα αναστέναζε μαζί του που χάθηκαν τώρα οι παληοί καπετανέοι σαν τον Λαλεμήτρο, να μην έχη κι' ο Γιαννιός ένα σαν κι' αυτόν, να ταξιδεύη στα σίγουρα. — Και αν μπατάρη το καράβι, Καπετάν Λαλεμήτρο, πνίγονται οι ανθρώποι; — Νάταν κι' άλλοι, έλεγε ο Λαλεμήτρος. Ούτε κοκκαλάκι δε βρίσκεται.

Μά 'χε το νου του κι' άκουσε τ' αλύχτημα ο Μενέλας, κι' έτσι είπε αναστενάζοντας μες στη γερή καρδιά του 90 «Ωχού, αν την πλούσια αρματωσά αφίσω, κι' αν το βλάμη πούχασε εδώ τη νιότη του για να τιμήσει εμένα, μήπως ρεζιλεφτώ αν κανείς με δει τυχόν δικός μας· μα αν πάλε Τρώες κι' Έχτορα σταθώ και πολεμήσω μονάχος, μήπως όλοι τους με ζώσουν πούναι τόσοι, 95 γιατί όλο δες! ο Έχτορας μου φέρνει το κοπάδι.

Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που την εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με τούτο το εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν.

Όθεν αυτός αναστενάζοντας έλεγεν· Αλλοίμονον εις εμένα· ω της ασελγείας, ω της παρανομίας των γυναικών! αδελφέ, είμαι εις μεγάλην αδημονίαν, εχάθη η εμπιστοσύνη από τας γυναίκας· ας φύγωμεν από τούτον τον τόπον τι μας χρησιμεύει το βασίλειον και η δόξα, όταν οι ίδιές μας γυναίκες μας προδίδουν την τιμήν; ας υπάγωμεν εις άλλα βασίλεια να ζήσωμεν ωσάν ξένοι και αγνώριστοι.

Σαν άκουσε της λυγερής τα μαύρα λόγια ο Γιάννος Τον πήρε η μαύρη απελπισιά και η λαύρα της καρδιάς του Και φεύγει αναστενάζοντας και πάει αγκομαχώντας.