United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γύρισαν αμέσως αυτοί να χτυπήσουν τους Ούνους. Οι άλλοι όμως οι δικοί μας, που ως τα τώρα έφευγαν, γύρισαν τώρα κι αυτοί καταπάνω στους Πέρσους. Οι άλλοι Πέρσοι πάλε, που έμειναν απέξω μαζί με τους «Αθάνατους», άμα είδαν την ιερή τους σημαία πεσμένη, τρέξανε να χτυπήσουν όσους είχαν κοντά τους. Έγινε σκοτωμός πολύς. Έπεσε κι ο Πέρσος ο στρατηγός εκείνης της μεριάς, ο Βαρεσμάνης.

Θέλεις και συ να σκοτωθής; Δεν φθάνει του Τυβάλτη ο σκοτωμός; Και με αυτό, αμαρτωλέ, που θέλεις να κάμης εναντίον σου, να την σκοτώσης θέλεις κ' εκείνην, την γυναίκα σου, που ζη απ' την ζωήν σου; Τι εξυβρίζεις κι' ουρανόν και γην και ύπαρξίν σου; Και ύπαρξίν σου, κι' ουρανόν, και γην, τα έχεις όλα, είν' εις το χέρι σου, και συ γυρεύεις να τα χάσης!

Ο Χαγάνος εγνώρισε τη Ροδόπη και τον πήρανε τα δάκρυα. Τι σκοτωμός που έγινε ώσο να το πάρουν αυτό το βουνό! Μα τώρα φέγγει από τις τριανταφυλλιές! Μην είνε τάχα το αίμα των δικών του και στολίζει ακόμα την έρημη πλαγιά; — Διαολεμένος άνθρωπος, αλήθεια· εψιθύρισε αναστενάζοντας. — Δε φαντάζεσαι, αφέντη! Άμα βάλη κατιντί στο νου του δε μπορεί τίποτα να τον μποδίση. Από λόγια δεν ξέρει.

Και όμως δεν έπαυεν ακόμη ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο επήγαινε όλο εμεγάλωνε. Ίδιοι οι καπετάνοι άρχισαν να αισθάνωνται κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνη μέσα στον όλεθρο και δύοτρεις φορές ασυλλόγιστα έφεραν το χέρι στο στυλέτο κ' εγλυκόσυραν τη μισή λάμα έξω από το θηκάρι της. Μα εκρατήθηκαν. — Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους.

Το γιατί σκότωσε την κ. Abercrombie δεν εμαθεύτηκε. Μπορεί από κάποιο καπρίτσιο, ή για να τονώση κανένα φρικτό αίσθημα δυνάμεως, που ένοιωθε μέσα του, ή γιατί κάτι θα είχε υποψιαστή εκείνη, ή κ' έτσι δίχως λόγο. Αλλά ο σκοτωμός της Ελένης Abercrombie έγινε από τον ίδιο και τη γυναίκα του για ένα ποσό απάνω-κάτω από 18000 λίρες, για το οποίον είχαν ασφαλίσει τη ζωή της σε διάφορα γραφεία Ασφαλείας.

Ο Πανάγος κι ο Μιχάλης είταν πρώτ' αξαδέρφια συγγένεια, μα στην αγάπη και στην ξεφαντωσιά πιώτερο παρ' αδέρφια. Τίποτις δεν καταπιάνουνταν ο ένας, δίχως να το πρωτοπή του αλλουνού. Κατάντησε να τους λένε τους δυο τους «διπλάρια», ή κάτι τέτοιο. Όπου ο ένας, εκεί κι ο άλλος, μα γλέντι είτανε, μα κυνήγι, πόλεμος, σκοτωμός. Αχώριστοι σ' όλα τους.

Αν σου το έλεγα, ειμπορούσες να θυμώσης τόσον, ώστε και σκοτωμός ειμπορούσε να γείνη. Εκείνοι εκεί δεν θα μας επίστευαν, εσύ θα εχυμούσες εις το σπίτι της εκείνης να πάρης τα ρούχα, εκείνοι θα έπαιρναν το μέρος της, θα μας επετροβολούσαν και Θα μας ύβριζαν. Ειμπορούσες να γείνης φονιάς, ειμπορούσες και να φονευθής ο ίδιος.