United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Βενετιά τα δέχεται περίχαρη, στολίζεται και καμαρώνει σαν ξιπασμένη και άμυαλη τσιγγάνα. Ζώνεται το σπαθί του Κωνσταντίνου μας το ευλογημένο, που έχει στο θηκάρι του τον ουρανό με τ' άστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, τη γη με τα κάστρα της·ιστορία χρυσόγλυπτη του απέραντου Κράτους μας.

Έτσ' είπε· και ο Αχιλλεύς μάνισε, κ' η καρδιά του Στα στήθη του τα μαλλιαρά φαντάσθηκε δυω γνώμαις. Ή το σπαθί το κοφτερό απ' το μηρί να σύρη, Και να σκορπίση τους λοιπούς, να σφάξη τον Ατρείδη. Ή να κρατήση τον θυμόν, να παύση την ορμήν του. Ως που αυτά στοχάζουνταντον νουν, καιτην ψυχήν του Κι' απ' το θηκάρι σέρνουνταν το μέγα το σπαθί του, Η Αθηνά 'π' τον ουρανόν επρόφθασε, και ήρθε.

Όποιος ακούει τους θεούς, κ' αυτοί τον πάρ' ακούουν. Είπε· κ' εσταμάτησε το χέρι το βαρύ τουτην ασημένια τη λαβή· κι' οπίσωτο θηκάρι Το μέγα σπαθί έσπρωξε· κ' εις της θεάς Αθήνας Τον λόγον δεν απείθησε. Τότε λοιπόν κ' εκείνητον Όλυμπον ανέβηκεν, εις του αιγιδοφόρου Του Δία τα βασίλεια, προς τους θεούς τους άλλους.

Αυτά' πε, κ' εγώ σύρθηκα κ' έχωσα εις το θηκάρι τ' αργυροκάρφωτο σπαθί, και άμ' έπιε το μαύρ' αίμα ο άψεγος μάντης είπε μου• «γυρεύεις την γλυκεία εις την πατρίδα επιστροφή, λαμπρότατε Οδυσσέα. 100 θα σ' εμποδίση ένας θεός• κακά θε να ξεφύγης του κοσμοσείστη, 'π' άσπονδο μίσος για σένα τρέφει, αφού το φως αφαίρεσες του αγαπητού παιδιού του. πολλά θα πάθετε κακά, και όμως θα φθάστε ακόμα, αρκεί να θέλης χαλινό να βάλης της καρδιάς σου, 105 και των συντρόφων, το καλό καράβι σου άμ' αράξης. το μαύρο κύμ' αφίνοντας, 'ς την νήσο Θρινακία, κ' ευρήτ' εκεί τα πρόβατα να βόσκουν και η δαμάλαις του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει. και αν δεν τα εγγίξης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, 110 τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη• αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος. με ξένο πλοίο, και θαυρήςτο σπίτι δυστυχίαις. 115 άνδραις απόκοτοι το βιο σου τρώγουν, και με δώρα την θεϊκή σου σύντροφο ζητεί καθείς να πάρη• αλλ' άμα φθάσης, φοβερά θα εκδικηθής εκείνους. και αφού μέσατο σπίτι σου χαλάσης τους μνηστήραις, είτε με δόλο ή φανερά, μ' ακονισμένη λόγχη, 120 έπαρε δρόμο, φέροντας ίσιο κοπί μαζή σου, όσο να φθάσηςτους θνητούς, 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο• ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν, ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων. 125 και άκου σημάδι φανερό, 'που δεν θα σου ξεφύγη•τον δρόμον άμ' απαντηθή με σέν' άλλος οδίτης, και ειπήτον λαμπρόν ώμο σου πώς έχεις λιχνιστήρι, ευθύς το ίσιο κουπί στήσε εις την γη και κάμε του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις• 130 κριάρι, ταύρον σφάξε του και χοίρον αναβάτη• και γύρε εις την πατρίδα σου, κ' ιεραίς κάμ' εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, με την σειρά του καθενός• και θάνατος θα σ' εύρη έξω απ' την θάλασσα ελαφρός, και θα σε σβύση αγάλι 135 μες τα λαμπρά γεράματα• και ωστόσ' ολόγυρά σου θα 'ναι μακάριος ο λαός• σου είπα την αλήθεια».

Και όμως δεν έπαυεν ακόμη ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο επήγαινε όλο εμεγάλωνε. Ίδιοι οι καπετάνοι άρχισαν να αισθάνωνται κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνη μέσα στον όλεθρο και δύοτρεις φορές ασυλλόγιστα έφεραν το χέρι στο στυλέτο κ' εγλυκόσυραν τη μισή λάμα έξω από το θηκάρι της. Μα εκρατήθηκαν. — Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους.

Είπε· κι αυτός κατέβηκεν ευθύς απ' το κρεββάτι κι άρπαξε τώμορφο σπαθί που κρέμονταν αιώνια στο κέδρινο κρεββάτι του ψηλά σ' ένα παλούκι. Με τώνα χέρι του κρατεί το νιόκλωστο ζουνάρι, με τάλλο σέρνει το σπαθί μέσ' από το θηκάρι, θηκάρι καλοδούλευτο και κοσμοξακουσμένο.

Φθάνοντας ως τόσον η νύκτα ο Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του βάλλουν δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν· έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το μεταχειρισθή, αν του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα μου διά την ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν με ανάμενε με ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω.

Αυτά 'πε, και όλοι πρόθυμα συμφώνησαν, κ' έστειλαν καθένας τους τον κήρυκα, τα δώρ' αυτού να φέρη. έδωσ' εκείνου απάντησιν ο Ευρύαλος και του 'πε• 400 «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τον ξένον, ως παράγγειλες, εγώ θε να πραΰνω. τούτο τ' ολόχαλκο σπαθί, 'που επάν' έχει ασημένια λαβή, και από νηοπριόνιστον ελέφαντα θηκάρι, θε να του δώσω• ατίμητο δώρο θα το 'χει ο ξένος». 405