United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη· την Άρτεμιν ή την χρυσήν ωμοίαζε Αφροδίτη· κ' ευθύςτο πλάγι της φωτιάς της θέσαν το θρονί της, 55 'που τορνευτό μ' ελέφαντα και ασήμ' είχε ποιήσει ο τεχνουργός Ικμάλιος, και του 'συρε υποπόδιεκείνο αρμόδιο, και προβειά το σκέπαζε μεγάλη·εκείνο τότε η φρόνιμη καθόνταν Πηνελόπη· ήλθαν από το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, 60 κ' ευθύς σηκόναν τ' άφθονο φαγί και τα τραπέζια και τα ποτήρια, 'πώπιναν οι απόκοτοι μνηστήρες· και απ' τους φανούς κάτ' έρριξαν το πυρ κ' έθεσαν άλλα επάνω τους ξύλα πολλά, να δίδουν φως και ζέστη. τον Οδυσσέ' η Μελανθώ τότε αποπήρε πάλι· 65 «Την νύκτ' ακόμα, ξέν', εδώ θε να μας βασανίζης, 'ς το σπίτι ν' αναστρέφεσαι, ταις κόραις να ματιάζης; 'ς τον δρόμον έβγ', ελεεινέ, και αρκεί σ' ό,τ' έχεις φάγει, ή θα σε βιάσω με δαυλιαίς να πεταχθήςτον δρόμο».

Ακολούθησα τούτο το κυνήγιον έως δύο μήνας κατά συνέχειαν και σχεδόν καθ' ημέραν εσκότωνα από ένα Ελέφαντα με τον ίδιον τρόπον.

Έπειτα οι δύο ομού υπήγαμεν εις το ρηθέν δάσος, και ευρόντες τον σκοτωμένον Ελέφαντα, τον εθάψαμεν εις ένα τάφον επί το αυτό σκαμμένον με τον σκοπόν, όταν σαπή και αναλύση το κρέας του, να τον εξαναχώσωμεν, διά να μεταχειρισθή τα δόντια και κόκκαλά του ο αυθέντης μου εις πραγματείαν, που ήτον το επάγγελμά του.

Εγώ μετέπειτα μείνας εκεί σαν νεκρός και ακίνητος αρκετήν ώραν εσυνήλθα τέλος πάντων εις τον εαυτόν μου· και μη βλέποντας πλέον κανένα Ελέφαντα, εσηκώθην, και εθεώρησα πανταχόθεν και βλέπω πως ήμουν εις μίαν πεδιάδα ευρύχωρον, περικυκλωμένην από έν δάσος, η οποία πεδιάδα ήτον γεμάτη από δόντια και κόκκαλα ελεφάντων.

Μετά ταύτα τα λόγια εγώ ανέβην εις εκείνο το δένδρον, με μερικά φαγητά διά την χρείαν μου, και ο αυθέντης μου εγύρισεν οπίσω εις την πολιτείαν· εξενύχτισα επάνω εις το δένδρον χωρίς να ιδώ κανέναν ελέφαντα, αλλά την αυγήν όταν ανέτειλεν ο ήλιος βλέπω να περνά μία μεγάλη αγέλη ελεφάντων· εγώ εν τω άμα έρριψα τόσες σαΐτες με το δοξάριον, που τέλος πάντων είδα να πέση ένας Ελέφαντας σκοτωμένος· και οι άλλοι ανεχώρησαν.

Εν γένει δε δύναται τις να θεωρήση τον γράφοντα ιστορίαν όμοιον προς τον Φειδίαν, τον Πραξιτέλην ή τον Αλκαμένην ή άλλον οιονδήποτε γλύπτην. Διότι ούτε αυτοί κατεσκεύαζον τον χρυσόν, τον άργυρον και τον ελέφαντα ή τα άλλα υλικά τα οποία μετεχειρίζοντο.

Αλλ' η ύλη υπήρχε, την επρομήθευσαν δε εις αυτούς οι Ηλείοι, οι Αθηναίοι ή οι Άργείοι και αυτοί μόνον την διέπλασαν, επριόνισαν τον ελέφαντα, έξυσαν, συνεκόλλησαν, ερρύθμισαν και εκόσμησαν διά χρυσού, η τέχνη των δε ήτο να συναρμόσουν καταλλήλως τα υλικά.

Βλέπεις πως μοιάζουν τα μαλιά του με λαλέ; πως λάμπουν τα μάτια κάτω από τα φρύδια σαν δαχτυλιδόπετρα μέσα σε χρυσή δέση; πως το πρόσωπό του είναι γεμάτο κοκκινάδι και το στόμα του απ' άσπρα δόντια σαν του ελέφαντα; Ποιος αγαπητικός δε θα παρακαλούσε να πάρη από εκεί νόστιμα φιλιά; Κι αν αγάπησα βοσκό, μιμήθηκα τους θεούς.

Ο ένας σίφουνας ψιλός, καμαρωτός σαν προβοσκίδα ελέφαντα, μαύρος εκρεμόταν στα νερά και ακίνητος. Ο άλλος χοντρός, ολόισος, εκόπηκεν άξαφνα στη μέση σαν καπνοκολώνα, εσκόρπισε χίλια σύψαλα η βάσις του και απόμεινε γλωσσίδι πολύκροσσο κρεμάμενος από τα σύγνεφα.