United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτοί μ' είχαν φέρη εκεί και ητοιμάζοντο να παρασταθούν ανάλγητοι εις την σφαγήν μου. Ο ένας μάλιστα μ' εφάνη ότι εδάγκανε τα χείλη του διά να μη γελάση. Όλα αυτά τα εύρισκα απάνθρωπα, θηριώδη και προ πάντων άδικα. Ο φόβος μου έπαυσεν ολότελα και ο θυμός μου εκορυφώθη. Έρριψα το άχρηστον σπαθί μου και εχύθην κατά του αντιπάλου μου ως ταύρος με το κεφάλι κάτω.

Παρεκάλει αδιακόπως τον μάγειρον να τον ρίψη εις τον τέντζερην, αλλ' ο μάγειρος, πειραζόμενος απ' αυτό, δεν τον ήκουεν. Όσον δι' εμέ, δεν βλέπω διατί, μα την αλήθειαν, ένα βραστό κολοκύνθι Ντεζουλιέρ δεν θα ήτο θαυμάσιον φαγητόν; — Με εκπλήττετε, είπα και έρριψα εις τον κ. Μαγιάρ ένα ερωτηματικόν βλέμμα. — Α! Α! Είπεν ούτος. Απλώς αστείο! Ησυχάσατε, κύριε. Ο κύριος αυτός είναι ένα πειραχτήρι.

Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν: — Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη το παρακάμνετε. — Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος, και δεν κρυόνω.

Όλως διόλου εξευτελίζεις, καλέ Ξένε, το ανθρώπινον γένος μας. Μη απορείς, φίλε Μέγιλλε, αλλά συγχώρησέ με. Διότι έρριψα βλέμμα εις τον θεόν και με την εντύπωσιν εκείνην είπα αυτό που είπα τόρα. Όμως ας είναι το γένος μας όχι μηδαμινόν, αφού το θέλεις, αλλ' άξιον κάποιας προσοχής. Εάν δε τυχόν δεν ελέχθησαν τότε ικανοποιητικώς, τάρα ας λεχθούν με την έρευναν των νόμων.

Δεν πηγαίνω εγώ προς τον θάνατον, αλλ' ιδού ο θάνατος απρόσκλητος έρχεται προς εμέ. — Καλώς να έλθη! Εβδομάς παρήλθεν ολόκληρος, αντέχει δε στερεώς εισέτι ο άλλος πάσσαλος. Ουδέ τριγμός ουδέ σάλευμα. Θα περιμείνω με υπομονήν, δεν θα επισπεύσω την καταστροφήν. θα έλθη αφ' εαυτής, θα έλθη! Εδοκίμασα τι θα συμβή οπόταν συντριβή και πέση ο εξώστης. Έρριψα λίθον ογκώδη κατά κάθετον επί του βράχου.

ΜΙΚ. Μετά το δείπνον ήλθα και αμέσως έπεσα να κοιμηθώ, αφού σου έρριψα τα κουκιά, και σε λιγάκι με επεσκέφθη θείον όνειρον, ως λέγει ο Όμηρος....

Σωκράτης Τι λοιπόν; αν κανείς ερωτήση και εμέ και σε· Πρωταγόρα και Σωκράτη, είπετέ μου λοιπόν, τούτο το πράγμα, το οποίον προ ολίγου ωνομάσατε, δηλαδή η δικαιοσύνη, αυτό το ίδιον, είναι κανέν πράγμα δίκαιον ή άδικον; Εγώ μεν ήθελον αποκριθή εις αυτόν ότι είναι πράγμα δίκαιον· συ δε ποίαν ψήφον ήθελες ρίψει; Την ιδίαν όπου έρριψα και εγώ ή άλλην; Πρωταγόρας Την ιδίαν, είπεν.

Και τα είδωλά της έρριψα εις το άκρον της οδού ταύτης, βαδίζω δε, έντιμος δι' εμαυτόν χρεωκόπος, αλλά διά τους άλλους πάντας χρεωκόπος δόλιος. — Πώς; δεν ευρίσκουν γλυκείαν οι άνθρωποι την Θεάν αυτήν, ω Διαβάτα; — Πολύ γλυκείαν, εφ' όσον την θεωρούσι ψεύδος· μόλις όμως αποκαλυφθή, πολύ πικράν.

Τα κινήματα που έκαμνε και το κρασί που έβραζε μέσα εις το στομάχι του γεμάτον από διάφορα οπωρικά, του αναποδογύρισαν τα φαγητά εις το στομάχι, και του εκίνησαν ένα ξερατόν, που εκινδύνευε να ξεράση και τα εντόσθιά του, και τότε τα ποδάριά του αφέθησαν ωσάν νεκρά· και βλέποντας ότι δεν με σφίγγει πλέον, το έρριψα εις την γην και σηκώνοντας μίαν πέτραν εσύντριψα την κάραν του θηριώδους και κακοτρόπου γέροντος.

Μετά ταύτα τα λόγια εγώ ανέβην εις εκείνο το δένδρον, με μερικά φαγητά διά την χρείαν μου, και ο αυθέντης μου εγύρισεν οπίσω εις την πολιτείαν· εξενύχτισα επάνω εις το δένδρον χωρίς να ιδώ κανέναν ελέφαντα, αλλά την αυγήν όταν ανέτειλεν ο ήλιος βλέπω να περνά μία μεγάλη αγέλη ελεφάντων· εγώ εν τω άμα έρριψα τόσες σαΐτες με το δοξάριον, που τέλος πάντων είδα να πέση ένας Ελέφαντας σκοτωμένος· και οι άλλοι ανεχώρησαν.