United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Δυσσέας, βλέποντας το φίλο σκοτωμένο, ανάφτει, και τους μπροστινούς λαμπρά χαλκοπλισμένος 495 περνάει, και τρέχει στέκεται σιμά σιμά, και ρήχνει τηρώντας γύρω. Κώλωσαν οι Τρώες μόλις είδαν κάπιον που ρήχνει.

Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρι σαλεβάρι και το φεγγάρι συντροφιά και πάει και την φέρνει... Η μάνα βλέποντας την άξαφνα δεν ημπορεί να πιστέψη τα μάτια της. Και όταν τέλος την αναγνωρίζει και μαθαίνει τον ανέλπιστο γερανό της, σωριάζεται το γεροντικό κουφάρι ελεεινό από το μαρτύριο.

Από την άλλη μεριά ο Άρειος, βλέποντας ξεκαμωμένο τον Αθανάσιο, συλλογιέται πως καιρός του είναι να κατέβη και να θρονιαστή πια στην Αλεξάντρεια, και πηγαίνει εκεί μ' αυτό το σκοπό. Η Αλεξάντρεια όμως, ορθόδοξους γεμάτη, ησυχία δεν είχε αφότου ξαναφάνηκε πάλε ο Άρειος. Δεν τους ήρθε των φίλων του Αρείου και του Ευσεβίου αυτή η αναστάτωση. Μια και νάφτανε σταυτιά του Αυτοκράτορα, είτανε χαμένοι.

Μπορούσα να μείνω με δεμένα τα χέρια βλέποντας σ' αυτή την κατάστασι εκείνη που, αθώα, κινδύνευσε μολαταύτα να χάση τη ζωή της; Έφυγα μαζύ της στα δάση.

Εγώ μετέπειτα μείνας εκεί σαν νεκρός και ακίνητος αρκετήν ώραν εσυνήλθα τέλος πάντων εις τον εαυτόν μου· και μη βλέποντας πλέον κανένα Ελέφαντα, εσηκώθην, και εθεώρησα πανταχόθεν και βλέπω πως ήμουν εις μίαν πεδιάδα ευρύχωρον, περικυκλωμένην από έν δάσος, η οποία πεδιάδα ήτον γεμάτη από δόντια και κόκκαλα ελεφάντων.

Μίαν ημέραν από τας πολλάς, περιπατώντας εξεμάκρυνα από τας καλύβας εκείνων, και ένας γέρων από εκείνους, βλέποντάς με εκεί με εφώναξε και με εφοβέρισε διά να γυρίσω. Εγώ προσποιούμενος ότι θα γυρίσω, εκρύφθην εις ένα δάσος, και αποκεί φεύγοντας από δάσος εις δάσος επεριπάτησα δέκα ημέρας χωρίς να ιδώ άνθρωπον, τρεφόμενος εις τα δάση από τους καρπούς των φοινίκων.

Ο Τσουαναντόνι, καθισμένος κάτω από την πέργολα μπροστά στην καλύβα, έπαιζε το ακορντεόν και ολοτρόγυρα το μονότονο μοτίβο απλωνόταν σαν ένα πέπλο ύπνου πάνω από τον ερημωμένο τόπο. Βλέποντας τον άγνωστο άντρα να προχωράει σκυμμένος για να ρίξει μια ματι μέσα στο καλύβι, το αγόρι σταμάτησε να παίζει το ακορντεόν και το γλυκό βλέμμα του έγινε απειλητικό. «Τι θέλετε

Κι' όταν ο κόσμος τραβήχτηκε, και τα λειανοπαίδια πήραν τα καλούδια τους, που τους είταν ταγμένα τόσες φορές κι' έμειναν μάννα και παιδί μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κύτταξε καλά-καλά το Γιάννη της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του, και στα μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαχολικόν τόνο: — Άρχισες να γηράζης, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε! — Αμ τι δα!

Βλέποντας τέλος πάντων τον εαυτόν μου εις την πόρταν του σπητιού μου εχάρην μεγάλως· και άρχισα να κτυπώ διά να μου ανοίξουν, με το να ήτο νύκτα.

Αυτός κάποτε έρχεται και εξυπνώντάς με μέ ερωτά αν αποφάσισα να κλίνω εις την αγάπην του, και βλέποντάς με εις την ίδιαν γνώμην, με βυθίζει πάλιν εις τον ίδιον ύπνον που αυτός εφεύρηκε διά παίδευσίν μου.