United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Όχι, αυθέντα μου καλέ, δεν έχω. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν πειράζει. Τρέξε να εύρης άλογα. Ευθύς κ' εγώ θα έλθω. Απόψε, Ιουλιέτα μου, μαζή σου θα πλαγιάσω! Προχθές τον είδα. Βότανα εμάζευε σκυμμένος, με ξεσχισμένον φόρεμα, με φρύδια σουφρωμένα· τον είχε ως το κόκκαλον η πτώχεια φαγωμένον.

Τώρα όλα τελείωσαν…» «Τι θα κάνεις τώρα;» «Τι θες να κάνω; Θα μείνω εδώ περιμένοντας το θάνατο. Τα έχω μαζί μου όλα, η ψυχή μου να σωθεί.» «Μπορώ να σε πάω μέχρι το Νούορο», είπε ο Έφις, και ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Σκυμμένος επάνω στον ετοιμοθάνατο προσπαθούσε να τον ξαναζωντανέψει βρέχοντας τα χείλη του με το ποτό που άφησε η γυναίκα και το μέτωπό του με ένα κουρέλι βουτηγμένο στο κρασί.

Έκανα να του μιλήσω, μα δε στάθηκε ν' ακούση... είχε σκυμμένο το κεφάλι του και κατηφόριζε σαν να τον κυνηγούσαν. — Τι λες, βρε παιδί; έκανε ο Ρήγας του Μαθιού, σκυμμένος απάνω στο δαχτυλίδι, τριμμένο απ' την πολυκαιρία και φτενό-φτενό σα χαλκαδάκι. — Πιστεύεις τώρα; είπε ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Ο Ρήγας του Μαθιού έκανε το σταυρό του. — Όλα γίνονται στον κόσμο, Γιάννη παιδί μου.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ας γίν' η δοκιμή. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Στάσου! Ο δυστυχισμένος θλιφτά πώς έρχεται σκυμμένοςτο βιβλίο! ΠΟΛΩΝΙΟΣ Παρακαλώ ν' αποσυρθήτε σεις οι δύο· εγώ θα τον πλησιάσω. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Με την άδειάν σας· Τι κάμνει ο καλός μου πρίγκιπας Αμλέτος; ΑΜΛΕΤΟΣ Με την χάριν του Θεού καλά. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Κύριέ μου, με γνωρίζεις; ΑΜΛΕΤΟΣ Πολύ καλά· είσαι ένας ψαράς. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Όχι δα, Κύριέ μου.

Οι άλλοι αμέσως τότε το πήραν με το στόμα: Έχεις δυο μάτια όμορφα που αγγελικά κοιτάζουν κι όποιος γυρίσει και τα δει μέσ' στην καρδιά τον σφάζουν. Το είπαν το ξαναείπαν όλοι με όρεξη, με πάθος, με το πρόσωπο σουφρωμένο, με το στόμα ολάνοιχτο, με «αχκαι με «βάι, αμάνΚαι το μπουζούκι το ξαναπήρε πάλι γλυκά, απαλά με το γκρου, γκρου του. Ο μπουζουκιτζής σκυμμένος έπαιζε πάντα.

Αλλά, καθώς ήταν σκυμμένος στο νερό της πηγής, είδε να καθρεφτίζεται μέσα η εικόνα του Βασιληά. Α! αν μπορούσε να σταματήση τα ξυλαράκια που φεύγουν. Αλλά όχι, τρέχουν γρήγορα, διά μέσου του κήπου. Κει κάτω στην αίθουσα των γυναικών η Ιζόλδη παραμονεύει τον ερχομό τους. Τώρα, δίχως άλλο, θα τα είδε, θάρχεται! Ο Θεός να προστατέψη τους αγαπημένους. Έρχεται!

Τόσο που πολλές φορές, σκυμμένος απάνω στασάλευτα νερά της, νόμισε πως είδε με τα βασιλεμένα μάτια του καθρεφτισμένο το πρόσωπό του. Και δεν ήξερε αν ήτανε το δικό του πρόσωπο κι' αν ήτανε της αδερφούλας του. Και τότε την αγκάλιαζε γλυκά και της έλεγε: — Στάσου ακόμα, γλυκειά μου αδερφή. Γιατί μ' αρέσει να βλέπω μέσα στα νερά της λίμνης καθρεφτισμένο το πρόσωπό σου.

Δυο άντρες ανέβαιναν από τη δημοσιά και ενώ ο ένας καθόταν επάνω σε μια μικρή καμήλα, ο άλλος ήταν σκυμμένος επάνω σε μια μεγάλη ακρίδα που τα φτερά της έμοιαζε να ανεβοκατεβάζουν τα μακριά πόδια του καβαλάρη. Η λάμψη της φωτιάς φώτιζε τις μυστηριώδεις μορφές τους όσο πλησίαζαν ανεβαίνοντας.

Και τώρα; Θα πας στο Νούορο; Θα δουλέψεις; Θα ξεχρεώσεις;» «Πολλά… είναι πολλά τα λεφτά, Έφις… Πώς θα τα καταφέρωΑλλά ο Έφις του μιλούσε χαμηλόφωνα, σκυμμένος επάνω του, παραληρώντας: «Φύγε, άνθρωπε του Θεού, φύγε! Θα ήθελα να μη φύγεις, αλλά εάν εγώ ο ίδιος σου το λέω είναι γιατί δεν υπάρχει άλλη σωτηρία. Θυμήσου τα ωραία λόγια που έλεγες εκείνο το βράδυ.

Ο Τσουαναντόνι, καθισμένος κάτω από την πέργολα μπροστά στην καλύβα, έπαιζε το ακορντεόν και ολοτρόγυρα το μονότονο μοτίβο απλωνόταν σαν ένα πέπλο ύπνου πάνω από τον ερημωμένο τόπο. Βλέποντας τον άγνωστο άντρα να προχωράει σκυμμένος για να ρίξει μια ματι μέσα στο καλύβι, το αγόρι σταμάτησε να παίζει το ακορντεόν και το γλυκό βλέμμα του έγινε απειλητικό. «Τι θέλετε