Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Τα βουνά απέναντι και στο βάθος της κοιλάδας έμοιαζαν με ηφαίστεια: σύννεφα καπνού αυλακωμένα από ωχρές φλόγες κι έπειτα πίδακες γαλαζωπής λάβας και στήλες φωτιάς ανέβαιναν πέρα μακριά, από τη θάλασσα.

Το κορμί της λιγνό και λυγερό σάλευε με ανθρώπινα κινήματα και τα κλαδιά της άπλωναν στον αέρα σα δυο χέρια που ζητούσαν ν' αγκαλιάσουν τις σιωπηλές σκιές που ανέβαιναν από τα αργοκίνητα νερά. Η κορυφή της, καθώς εφούντωνε απάνω από το γυμνό κορμί της, έγερνε σαν κεφάλι γυναίκας με μεγάλα ξέπλεκα μαλλιά και όλο έσκυβε λυπητερά κατά την γη και όλο ψήλωνε απελπιστικά προς τον ουρανό.

Ενώ η συνοδειά των γυναικών ανέβαινε σκυφτή από το βάρος του νερού, γλυκός ήχος κυπριού ακούστηκε πίσω τους «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' όσο οι γυναίκες ανέβαιναν άλλο τόσο κι' ο γλυκός ήχος του κυπριού ακούονταν καθαρώτερα και δυνατώτερα «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' από τα ξηρά και βροντερά πατήματα πεταλωμένου ζώου φαίνονταν, ότι πίσω τους βρίσκοντον καβαλλάρης.

Ήρθε τέλος η αυγή. Καλήτερα όμως να μην ερχόταν αφού ήταν να μας δείξη τέτοιο θέαμα! Είδες το καλοκαίρι που βάνουν φωτιά στις καλαμιές οι τσοπάνιδες για το χορτάρι, πώς σηκώνονται κολώνες οι καπνοί και κλείουν τον ορίζοντα; Έτσι κολώνες ανέβαιναν κλωθογύριστοι από τη θάλασσα στον ουρανό. Και τι ουρανό; πυκνό και βρώμικο σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλώτερον από την αμπασογάμπια των καταρτιών μας.

Μα αφτή η βουλή τού δόκησε σαν πιο καλή, να σύρει στο βασιλιά. Κι' οι διο στρατοί στην μάχη πελεκιούνταν με πείσμα, κι' άλιωτος χαλκός γύρω στα στήθια αχούσε 25 καθώς χτυπιούνταν με σπαθιά και δίστομα κοντάρια. Εκεί οι θεόσπαρτοι έσμιξαν το γέρο βασιλιάδεςτι απ' τα καράβια ανέβαινανόσοι είταν λαβωμένοι, τ' Ατρέα ο γιος, και του Τυδιά ο γιος, και του Λαέρτη.

Δυο άντρες ανέβαιναν από τη δημοσιά και ενώ ο ένας καθόταν επάνω σε μια μικρή καμήλα, ο άλλος ήταν σκυμμένος επάνω σε μια μεγάλη ακρίδα που τα φτερά της έμοιαζε να ανεβοκατεβάζουν τα μακριά πόδια του καβαλάρη. Η λάμψη της φωτιάς φώτιζε τις μυστηριώδεις μορφές τους όσο πλησίαζαν ανεβαίνοντας.

Ο κόσμος ήτο λοιπόν πολύς και ως πάντοτε συμβαίνει εις την Σύρον, τριπλάσιοι των κυριών οι χορευταί. Ταύτας επερίμεναν εις την εξώθυραν με σημειωματάριον εις την χείρα και ανέβαιναν κατόπιν αυτών την κλίμακα επαιτούντες χορόν.

Περνούσαν γυναίκες με ξέπλεκα τα μαύρα μαλλιά στους ώμους σαν πλερέζες∙ ακολουθούσαν άντρες ξεσκούφωτοι με ένα κερί στο χέρι, ξυπόλητοι, σκονισμένοι, σαν να έρχονταν από την άλλη άκρη του κόσμου. Τα μάτια όλων ήταν γεμάτα ερωτηματικά και ελπίδα. Και τα υπομονετικά άλογα ανέβαιναν στο δρόμο γεμάτα χαρά ή πόνο.

Το σκοτάδι είχε αρχίσει να ξαπλώνη τα μαύρα του φτερά στη γη και στον συννεφιασμένον ουρανό, και οι γυναίκες με το νερό ανέβαιναν τον ανήφορο, βλέποντας όχι πλειο με τα μάτια, αλλά με τον νου, γιατί κάθε μια από τες γυναίκες εκείνες, που πήγαιναν η μια πίσω από την άλλη, σαν άλυσος, είχεν αναιβή και καταιβή χιλιάδες βολές εκείνον το στενόδρομο.

Αποβραδίς εστράγκιξε τη μπουκάλα ο Καπτάν-Μιχάλης και τόρα στα χαράματα εμέθυσε από χαρά κι αφτός. Και λάμνοντας σιγόκλαιε· Να ήταν η θάλασα κρασί, Ω, τύχη και ζωή χρυσή! Η σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα ακούσαμε που κουφογόγκηξε, σα να την ανέβαιναν τρεις τέσεροι απανωτά.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν