Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Κατάμαβρες ιδέες τη σκοτίζουν και καταριέται η Θεια- Χρηστίτσα και κολάζεται την ώρα που γεννήθηκε απάνω στον τυραγνημένον τούτον κόσμο. Κρυφά παρακαλιέται μέσα της, να κόψη την αμαρτωλή ζωή της ο θεός. Να μην ιδή της κόρη της το τέλος... Απόξω αριό πάντα το χιόνι κ' ήσυχο στοιβάζεται απανωτά. Αριά τα φώτα της χιονιάς, θαμπά εκρύφτηκαν πίσω από τις πυκνές τις καταχνιές.
Έβλεπαν και δε χόρταιναν πάνω από τα παράθυρα, με τα κεφάλια στα χοντρά σίδερα κολλημένα, όλοι του Ένα οι κατάδικοι απανωτά στοιβαγμένοι. Έτσι βουβοί κι αμίλητοι, άγριοι και χαλκοπρόσωποι, χαβνομερακωμένοι στου πόθου τον καημό τον πικρόχολο, ένας πάνω στον άλλον καβαλωτά διασκελωμένοι δεν έβγαναν μιλιά.
Κι' ολόγυρ' από τα χωριά κι από τον κάμπο ορθώνονται σα φράχτες και σα ταμπούρια, οι λόφοι, τα χαμηλώματα των γύρωθε βουνών, οπ' αναβαίνοντας απανωτά σα σκαλοπάτια σχηματίζουν σιγά σιγά τα ψηλά κι άγρια και κακοτράχαλα καταρράχια του Πίνδου, του Σουλιού και του Δέλβινου, που κλειούν περίγυρα σα γιγάντιες κορνίζες, τη μεγάλη αυτή κι ωμμορφότατη εικόνα.
Τηνε γλυκοφίλησες, λέει, απανωτά, και σέκαμε, λέει, και σκαρφάλωσες μια θεόρατη καστανιά σα νυφίτσα να της κόψης ένα τσαμπί, κ' ύστερα, λέει . . . — Σήκω, σήκω να πάμε σπίτι σου, και σου τα λέω. Δεν αξίζει εδώ. Κοίταξε πως αυτιάζουνται όλοι τους. Σηκώθηκαν οι τρεις τους, κ' ίσια στου Μιχάλη το σπίτι. Η Μιχάλαινα, ό,τι γύρισε κι αυτή από τη λειτουργιά.
Η δύναμη όμως της Θεοδώρας απάνω στον Ιουστινιανό δεν είταν ασήμαντη, κι αυτό μας ξηγάει γιατί ο Ιουστινιανός έβγαζε απανωτά διατάγματα που 'τόνα έρριχτε τάλλο, μια καταδιωγμός, μια συβιβασμός. Το βέβαιο είναι πως στο τέλος νίκησε της Θεοδώρας το κόμμα. Τον έπεισε δηλαδή η Θεοδώρα τον άντρα της πως παραχωρώντας πού και πού μπορεί να φέρη τους Μονοφυσίτες από της ορθοδοξίας το μέρος.
Ψαριανοί δεν είναι· γιατί να μην τρέμουν! Απανωτά ξάναβαν και πετούσανε στον αέρα του Μαχμούτη τα καμαρωμένα καράβια, ύστερ' από το βλογητό του Παππανικολή. Εκεί, εκεί έκαμε τον αγιασμό του ο Παππανικολής. Και σαν έφαγε η φωτιά το μερτικό της, κατάπιε ταπομεινάρια η αχόρταγ' η θάλασσα. Τι όψη να την έχουνε σήμερα τα εβδομήντα τέσσαρα εκείνα κανόνια! Αγνώριστα θάγειναν τα βουβά στόματά τους.
Πρέπει όμως να ιστορηθούνε κι αυτά. Είτανε στην Αντιόχεια ταραγμένος ο λαός με τον κατατρεγμό του Αρειανισμού. Κι απάνω στην ταραχή του τόσο ερεθίστηκε, που τόλμησε και να σηκώση κεφάλι· πράμα πούγινε και ξανάγινε απανωτά, και μάλιστα στην Πρωτεύουσα, και που μας διδάσκει πως είχε δα και κάποια φωνή ο λαός και τότες, και δεν έσκυβε πάντα, μόνο και θρόνους αναποδογύριζε κάποτες.
Άμ' άρχισε κι άκουγε ταχτικά κι απανωτά ρουχαλίσματα αποκάτω, τινάζεται απάνω, και στακροπόδια του περπατώντας πάει και καθίζει κοντά σε παράθυρο. Ανάβει ένα τσιγάρο και κοιτάζει όξω. Κοιμητήρι αυτή την ώρα τολοζώντανο το χωριό. Βασιλεμένο και το φεγγάρι, ξάνοιγες δεν ξάνοιγες τα μέρη της εξοχής γύρω, λιόδεντρα από χλωρασιές, βράχους από χαμόδεντρα.
Έπειτα, παίρνει και καινούριο αίμα στις φλέβες της, κ' αίμα καινούριο πάει να πη καινούρια δύναμη και ζωή. Αυτές οι ζυμωσιές ξαναδευτερώθηκαν απανωτά στον τόπο μας, αγκαλά όχι καθώς σ' άλλους τόπους.
Και στάθηκε όρθιος κι' έκραξε στων Αχαιών τη μέση 830 «Ελάτε όσοι τη σφαίρα αυτή να δοκιμάστε θέτε. Τι αν έχεις και βοσκές πολλές τριγύρω και χωράφια, παρ' την και σίδερο αρκετό θενάχεις να μοιράζεις ως πέντε χρόνια απανωτά, μηδ' έφκαιρα με χέρια πίσω βοσκός ή σπάρτης σου θα σύρει στη δουλιά του.» 835
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν