Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Απάνω στους λόφους βλέπεις σπίτια καμαρωμένα, και ξαπλώνουνται ίσια με κάτω στις κοιλάδες μυρωδιές και περβόλια. Η ενέργεια του αθρώπου φανερώνεται με χίλιους κόπους. Τι δεν έκαμαν και τι δε θα κάμουν; Αφτή η χώρα δε μοιάζει πια με τα πρώτα χωριά που είδαμε στο δρόμο μας. Εδώ είναι δήμοι πολλοί. Δεν έχουν έθιμα μόνο· έχουν και νόμους. Καλλιέργησαν κάθε τέχνη, έβγαλαν ποίηση κ' επιστήμη.

Έτσι και του Πηλιά οι θεοί καμαρωμένα δώρα από μικρό του χάρισαν, και τους θνητούς νικούσε 535 όλους σε πλούτος κι' αγαθά, των Μυρμιδόνων άρχος, και τέρι τούδωκαν θεά, θνητός κιας είταν έτσι.

Μάτιαζε εκεί ίσα κι' έτρεχε, κι' οι άλλοι ακολουθούσαν φρικτά αλυχτώντας· τι έλεγαν πως πια δε θα βαστάξουν 125 οι Δαναοί, μον στα γοργά θα πέσουν μέσα πλοία... λωλοί, γιατί ήβραν στο πορτί διο πρώτα παλικάρια, κονταριστάδων Λαπιθών παιδιά καμαρωμένα, τον ένα του Περίθου γιο, τον άξιο Πολυποίτη, κι' άλλον το Λιοντάρα, άτρομο σαν Άρη θνητοφάγο. 130 Αφτοί στ' αψηλοπόρτι ομπρός στηθήκανε, όπως στέκουν απάνου γιγαντόκορφες βελανιδιές στα όρη, που πάσα μέρα σε βροχές αντέχουν και σ' ανέμους, τι ρίζες έχουν θέμελα μεγάλες απλωμένες· 134 έτσι τον Άσο πρόσμεναν και βήμα δεν κουνούσαν, 136 σαν που τους γκάρδιωνε η αντριά κι' απάνουθε οι συντρόφοι. 153

Ψαριανοί δεν είναι· γιατί να μην τρέμουν! Απανωτά ξάναβαν και πετούσανε στον αέρα του Μαχμούτη τα καμαρωμένα καράβια, ύστερ' από το βλογητό του Παππανικολή. Εκεί, εκεί έκαμε τον αγιασμό του ο Παππανικολής. Και σαν έφαγε η φωτιά το μερτικό της, κατάπιε ταπομεινάρια η αχόρταγ' η θάλασσα. Τι όψη να την έχουνε σήμερα τα εβδομήντα τέσσαρα εκείνα κανόνια! Αγνώριστα θάγειναν τα βουβά στόματά τους.

Πώς και πετάμενων πουλιών αμέτρητα κοπάδια, κύκνοι λεφκοί μακρόλαιμοι για γερανοί για χήνες, 460 γύρω απ' του Κάϋστρου τα νερά, μες στ' Ασινό λιβάδι, καμαρωμένα εδώ κι' εκεί πετούν φτεροκοπώντας, και το λιβάδι απ' τις φωνές βουήζει σαν καθίζουν· έτσι έθνη χύνουνταν πολλά κι' αφτών οχ τις καλύβες στον κάμπο το Σκαμαντρινό, κι' η γης βροντοβολούσε 465 κάτου απ' τα πόδια, σκιαχτερή κι' αφτών και των αλόγων Και στέκουν στο Σκαμαντρινό ανθόστρωτο λιβάδι, χιλιάδες, σαν της άνοιξης τα λούλουδα και φύλλα.

Να που πολεμήσανε μερικοί τους για τα καμαρωμένα μας τα «Προνόμια». Και τώρα, Δεσπότη μου και πατέρα, να Σου πω κ' έν' άλλο: Το ποίμνιό σου είναι καλά πρόβατα, μα πρόβατα που χρειάζουνται μερικά μαντρόσκυλα από σόγι, να τους φέρνουνε στον ίσιο το δρόμο, να φυλάγουνε μακριά και τους λύκους.

Η Αφέντρα δεν ανησύχει, είξευρεν ότι ο σύζυγός της ήτον «αργοστόλιστος». Ωμοίαζε με την νύμφην που αργεί να στολισθή και, ως νύμφη, επερπατούσε καμαρωμένα. Α! νύμφη! . . . Υπήρξε και αυτή νύμφη . . . Το ενθυμείτο ακόμη . . . Και πώς να το ξεχάση; Οκτώ χρόνια, η πενθερά της, «τους είχε ψήσει το ψάρι εις τα χείλη», αυτής και των οικείων της. Ο Αγάλλος ήτον περιμάχητος γαμβρός.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν