United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά κι' εκεί που πάντεχε μ' ασφάλια να γλυτρώση, 455 Ο μαύρος χάρος κι' άλαλος δεν έλειψε να σώση· Τι ο Λαδορρούφης νιόθοντας τον άναντρο σκοπό του, Κι' από μακριά τον πρόφτακε απάνω στο φυγιό του. Μια κονταριά σαν τώσυρε στα δρόμο τον γκρεμίζει, Κι' από το αίμα της πληγής η λίμνη κοκκινίζει· 460 Τα μέλη του ακίνητα κι' αλίγυγα τεντόνουν, Και το κορμί του το ψυχρό τα κύματα τ' αμπόνουν.

Έτσι είπε κι' απ' τη σάρκα του κι' αφαλωτή του ασπίδα όξω του Σώκου ξέσερνε το δυνατό κοντάρι, που, μόλις βγήκε, πήδησε το αίμας, και πονούσε. Κι' οι Τρώες οι λιοντόκαρδοι σαν τούδανε το αίμας, λόχος το λόχο κράζοντας του πέσανε όλοι απάνου, 460 μα εκείνος πίσω κώλωνε και χούγιαζε στους φίλους.

Και πρώτος ο Τηλέμαχος προσφώνησεν εκείνον• 460 «Μας ήλθες, Εύμαιε καλέ' τι φήμ' είναιτην πόλι; απ' το καρτέρ' ήδ' έγυραν οι απόκοτοι μνηστήρες, ή ακόμη αυτού με καρτερούν, κ' εγώ 'μαιτην πατρίδα

Τότες εφτύς σηκώνεται και στους Αργίτες κράζει «Πέστε μου, αδρέφια, οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, μονάχα εγώ, ή και λόγου σας θωράτε πέρα τ' άτια; Αλλά σα να μου φαίνουνται μπροστά πως πιλαλούνε, σαν άλλος δείχνει ο αμάξας· και τ' άλλα εκεί στον κάμπο 460 πάπαθαν πρέπει, πούτανε μπροστά σαν ξεκινούσαν.

Και πήγε στάθηκε σιμά και μες τη μέση μ' άχτι τις χτύπησε, ριζώνοντας τα σκέλια που η ρηξά του να κάνει θρήνος, και τους διο τους τσάκισε ρεζέδες. Μέσα απ' το βάρος έπεσε η πέτρα, και τριγύρω βούηξε η πόρτα δυνατά· κι' οι σύρτες δεν αντέχουν, 460 Μον σπάει η ξυλική άλλη αλλού με την ορμή της πέτρας.

Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη, και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• «Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, 460 καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις».

Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα, κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει του ποταμού• τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει. το σώμα του όλο επρήσκονταντο στόμα, εις τα ρουθούνια 455 ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο. και ως πήρε ανάσα, και η ψυχήτα στήθη του εσυνάχθη, αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι, και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε•το ρεύμα 460 τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθητα χέρια της• και αφίνοντας εκείνος το ποτάμιτον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα. κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του•

Και τότες τον ξεσκούφωσαν, του πήραν και τ' ολόϊσο κοντάρι, τη λυκοπροβιά, το λυγιστό δοξάρι· αφτά τα σήκωσε αψηλά ο θεϊκός Δυσσέας 460 στην Αθηνά τη λαφυρού κι' έτσι είπε με καμάρι «Πάρ' τα με γιά σου αφτά, θεά· τι εσύ πιο πρώτα απ' όλους τους Ελυμπήσους δώρα μας θα λάβεις. Μα και πάλι οδήγα μας, θεά, ως εκεί που πέζεψαν οι Θράκες

Είπε, και των θεών κι' αντρών την άκουσε ο πατέρας. Και ματωμένες έβρεχε κατά τη γης ψιχάλες τιμώντας τον καλό του γιο, πούταν στης Τριάς τους κάμπους 460 ναν του σφαχτεί τότε άδικα αλάργα απ' την πατρίδα.

Κι' ο Τέφκρος βγάζει δέφτερη σαΐτα να τραβήξει στον Έχτορα, και θάπαβε τη μάχη ομπρός στα πλοία αν τον βαρούσε πούτανε το πιο γερό κοντάρι. 460 Μα τον Διός δε γέλασε το μάτι, π' αγρυπνούσε μην πάθει ο Έχτορας, κι' αφτή τη δόξα δεν τ' αφίνει, Μον την καλόστριφτη του σπάει χορδή του στο δοξάρι καθώς τραβούσε απάνου του. Και πάει στραβά η σαΐτα, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι. 465