United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες εφτύς σηκώνεται και στους Αργίτες κράζει «Πέστε μου, αδρέφια, οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, μονάχα εγώ, ή και λόγου σας θωράτε πέρα τ' άτια; Αλλά σα να μου φαίνουνται μπροστά πως πιλαλούνε, σαν άλλος δείχνει ο αμάξας· και τ' άλλα εκεί στον κάμπο 460 πάπαθαν πρέπει, πούτανε μπροστά σαν ξεκινούσαν.

Καμώνεται τον άρρωστο, και πηγαίνει στην Εκκλησιά του Αγίου Ιωάννη ως εφτά μίλια απέξω από την Πόλη, τάχατες να λειτουργηθή. Είχε και τους Γότθους καθοδηγεμένους να τον ακολουθήσουνε. Βλέποντας ο Λαός τους Γότθους που ξεκινούσαν, τους πιάνει τρόμος. Στην Πύλη που έβγαιναν οι Γότθοι, στεκότανε κάποια ζητιάνα.

Τα καράβια των Μεθυμνιωτών ξεκινούσαν προτού να σηκώσουν τις άγκυρες και μπροστά από τη ναυαρχίδα επήγαινε δελφίνι, πηδώντας έξω από τη θάλασσα· τα γίδια και τα πρόβατα τα οδηγούσε πολύ γλυκός σκοπός σουραυλιού και κανένας δεν έβλεπε εκείνον που έπαιζε. Κ' έτσι τα πρόβατα και τα γίδια επροχωρούσαν κ' εβόσκανε μαζί, γητεμένα από τη μουσική.

Μα πολύν καιρό δεν αποκοτούσανε να προβάλουν, και μήτε τώρα δε θα ξεκινούσαν, α δεν ξέπεφτε στα στερνά και της Ρώμης η δύναμη. Από τους καιρούς των Αντωνίνων ακόμα είχαν πρωτοφανή βάρβαροι κατά το Ρήνο, και μάλιστα οι Γότθοι κατά τη γειτονιά της Δακίας. Σαν όρνια λες και φτερούγιαζαν τριγύρω στο Ρωμαϊκό Κράτος, απαντέχοντας το θάνατό του.

Πήγε να τρελλαθή ο Αγάς. «Μόνο ρωμιώπουλο μπορεί να βγη τόσο πρόσχαρο και ξυπνό», γύρισε κ' έλεγε του πατέρα του. Τους προβόδισε ο αγάς ως τη θύρα του πύργου σαν έφευγαν. Γυρίζοντας ο μικρός ναποχαιρετήση την αφεντειά του καθώς ξεκινούσαν, κακή του μοίρα, κ' έπεσαν τα μάτια του στο καφάσι του χαρεμιού. Δε σκέπαζε όλο το παράθυρο το καφάσι.

Τι ναι μας είπε, εγώ θαρρώ, απ' τα ουράνια ο Δίας 350 τη μέρα που τα γλήγορα καράβια ξεκινούσαν, σφαγή και χάρο φέρνοντας στους Τρώες, και δεξιά μας άστραφτε εκείνος και καλά μας έδειχνε σημάδια. Ας μη βιαζόμαστε λοιπόν να πάμε πίσω στ' Άργος, πριχού χορτάσουμε κι' εμείς των Τρώων τις γυναίκες 355 και της Λενιός ξοφλήσουμε τις πίκρες και ξαγρύπνιες.

Τα ονείρατά τους ξέχασε ναν τους ξηγήσει ο γέρος 150 σαν ξεκινούσαν, κι' έπεσαν στα χέρια του Διομήδη.

Ο Γέρο Μελιγκόνης, πρώτος πάντα να μάθη τα νέα και να διαβάση την εφημερίδα, πετάχτηκε από το σκαμνί του. — Να το, φάνηκε! Να ιδούμε τι νέα μας φέρνει ο «ατμός». Το βαπόρι φάνηκε τώρα καθαρά στη μπούκα του λιμανιού. Ο κόσμος έτρεχε κάτω στη σκάλα, οι βάρκες ξεκινούσαν γεμάτες μπαούλα και κοφίνια. Ο Μελιγκόνης ξαφνιάστηκε. — Κάτι τραβάει μαθές πίσω το βαπόρι. Ένα μπρίκι.