United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος γυρεύοντας εδώ κ' εκεί· πες ο ένας το κοντό του και ο άλλος το μακρύ του έπλεξαν την ιστορία του. Ναι· ο καπετάν Βαλμάς λέγει πως επήγε στην Άσπρη θάλασσα· μα δεν εστάθηκε στην Άσπρη θάλασσα. Επήγε στην Αμέρικα. Εκεί επαντρεύτηκε με μιαν Αμερικάνα ιδιότροπη, ξεμυαλισμένη που εγέννησε το παιδί.

Το είδες που το παράσερνε η θάλασσα· με πόσα καλά νομίζεις πως ήτανε γεμάτο; και πόσα ρούχα χαθήκανε μονομιάς; και πόσα στολίδια των σκυλιών; και πόσα λεφτά; μπορούσε κανείς ν' αγοράση τούτα εδώ τα χτήματα, αν τα είχεν εκείνα. Για όλ' αυτά θέλουμε να πάρουμε σκλάβο τούτονε τον κακό γιδάρη, που βόσκει τα γίδια ερχάμενος στη θάλασσα σαν ναυτικός. Τέτοια κατηγορία έκαμαν οι Μεθυμνιώτες.

Απαντήθηκαν έλεγε, δυο καπετάνοι στο πέλαγο κ' ερώτησεν ο ένας τον άλλον πούθε ερχόταν. — Από το Ύδρ' από το Σπέτσ' απ' το χοντρό το θάλασσα· του αποκρίθηκεν ο ένας. — Και τι χαμπάρια; — Τι χαμπάρια; καλά.

Τα καράβια των Μεθυμνιωτών ξεκινούσαν προτού να σηκώσουν τις άγκυρες και μπροστά από τη ναυαρχίδα επήγαινε δελφίνι, πηδώντας έξω από τη θάλασσα· τα γίδια και τα πρόβατα τα οδηγούσε πολύ γλυκός σκοπός σουραυλιού και κανένας δεν έβλεπε εκείνον που έπαιζε. Κ' έτσι τα πρόβατα και τα γίδια επροχωρούσαν κ' εβόσκανε μαζί, γητεμένα από τη μουσική.

Παρακάτω χρυσόφτερο δελφίνι αργοκυλιόταν σε κροκκοβαμμένη θάλασσα· και παραπάνω το σκυλόψαρο επαραμόνευε τον σφουγγαρά, που ξερριζώνει το σφουγγάρι από τον άμμο του βυθού, ενώ δίπλα η γυναίκα του ανάβει το καντήλι του Αγίου Νικόλα και γονατιστή παρακαλεί και λέγει, να φυλάη από την ορφάνια τα παιδιά της κ' εκείνην από την πικρή χηριά!

Κ' οι δυο οι πλευρές της τρίγωνης εκείνης άκρης διαφεντέμένες από τη θάλασσα· μα κ' η τρίτη, της στεριάς, τοιχωμένη κι αυτή σε γης, που μήτ' ένα βουναράκι δεν ξεπροβάλλει αντίκρυ της, για να στηθή επάνω του πολιορκητική μηχανή. Για τούτο και μήτε μια φορά δεν πάρθηκε με σκάλωμα το Βυζάντιο, παρά ή με πείνα ή με βοήθεια από μέσα.

Παιδιά! τη βάρκα στη θάλασσα· φωνάζει ο καπετάνιος της πρώτης φρεγάδας. Α — λά τα χέρια στα κουπιά· εβγάτε έξω στα σπηλάδια, καμακίστε χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώστε αχινούς, συνάχτε καβούρους, ξεκολλήστε στρείδιααγνά ό,τι βρήτε! Το είπε κ' έγινεν ευθύς.

Πες της να θυμηθή της περασμένες μας χαρές, της μεγάλες λύπες, τους μεγάλους πόνους, και της χαρές, και της πίκρες της άδολης και τρυφερής μας αγάπης· να θυμηθή το μαγεμένο κρασί που μαζύ ήπιαμε στη θάλασσα· να θυμηθή τον όρκο που της έδωσα ότι μόνον αυτή θ' αγαπώ. Εκράτησα την υπόσχεσί μουΠίσω από τον τοίχο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια άκουσε αυτά τα λόγια. Σχεδόν ελιποθύμησε.

Οι λυγερές οι φωνές και τα γέλοια της γειτονιάς αντιλαλούσανε στον αέρα σαν πανηγύρι, οι ναύτες τραγουδούσανε στο λιμάνι, όλος ο κόσμος χαιρότανε. Είπα της μακαρίτισσας, ας πάρουμε την Αννούλα κι ας πάμε όξω και μεις. Να δούμε τη θάλασσα· να ρίξουμε δυο πέτρες μες στο γιαλό. Να κοιτάξουμε τα βουνά, να πάρουμε καθάρια αναπνοή. Έβαλε λοιπόν το σάλι της και βγήκαμε.

Οι στεριές γύρω, τ' ακρωτήρια, οι κόρφοι στέκουν αφροζωσμένοι και αχνομέτωποι, δίχως έκφρασι και ζωή απάνω στην ακλόνητη βάσι τους. Ψηλά δεν έχει σύγνεφα ο ουρανός· τα εσάρωσεν ο άνεμος. Κάτω δεν έχει πλεούμενα η θάλασσα· τα έκλεισεν ο φόβος στα λιμάνια.