Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Κ' έτσι έκλεισα τα είκοσι χρόνια μου. Εψάρευα το σφουγγάρι με τη μηχανή του καπετάν Στραπάστου στην Έγριπο. Δώσε απάνωδώσε κάτω εφτάσαμε και στον κόρφο του Βόλου. Άρπαξα την περίστασι. — Τι λες καπετάνιε; κάνουμε την απόπειρα; — Ποια; — Πάμε να κόψουμε το γιούσουρι; Εγέλασε ο καπετάν Στραπάτσος· εγέλασαν και οι άλλοι· εγέλασα τέλος κ' εγώ. Δεν ετολμούσα να κάνω τον σοβαρό.

Παρακάτω χρυσόφτερο δελφίνι αργοκυλιόταν σε κροκκοβαμμένη θάλασσα· και παραπάνω το σκυλόψαρο επαραμόνευε τον σφουγγαρά, που ξερριζώνει το σφουγγάρι από τον άμμο του βυθού, ενώ δίπλα η γυναίκα του ανάβει το καντήλι του Αγίου Νικόλα και γονατιστή παρακαλεί και λέγει, να φυλάη από την ορφάνια τα παιδιά της κ' εκείνην από την πικρή χηριά!

Είσαι άνδρας;,.. δεν σε φθάνει θέλεις να φορής φουστάνι... κι' αν γυναίκα πάλι γίνης λες ουδέτερος να μείνης. Κι' αν ουδέτερος φανής και για τούτο μουρμουρίζεις, κι' άλλο θέλεις να γενής, που και συ δεν το γνωρίζεις. Η μουρμούρα σου με πνίγει, μα σε τέτοιον κατεργάρη του χρειάζεται κυνήγι μ' Αιγινήτικο σφουγγάρι. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Πάνε και τα γεράματα...

Εκεί που ψαρεύουν το σφουγγάρι αρπάζουν και κάνα κλαρί. Έτσι κλεφτά, στην ώρα που κοιμάται. Άμα όμως ξυπνήση δεν το κόβει ούτε η ρομφαία του Αρχάγγελου. — Το γιούσουρι του Βόλου δεν κοιμάται ; — Κοιμάται· μπορεί να κάμη δίχως ύπνο; Μα εκείνο εστοίχειωσε πια· ζη με τους αιώνες· ποιος ξέρει από πότε: Να ιδής των παλαβών τα κόκκαλα πώς κρέμονται σαν πολυέλαιοι απάνω του! ...

Κατόπι με σφουγγάρι τα διο του χέρια ολόγυρα ξεπλαίνει και την όψη, το σνίχι το βασταγερό, τα δασωμένα στήθια. 415 Και ντύθη, πήρε ένα παχύ ραβδί και τράβηξ' όξω, κι' ήρθε σε λίγο εκεί κοντά που κάθουνταν η Θέτη 422 στο λαμπροσκάλιστο θρονί.

Στα τυφλά μα δεν έσφαλε. Ο λάζος εχώνεψε μέσα στο αριστερό πλευρό του εχθρού. Πορφυρή φούσκα επήδησεν άξαφνα μέσα στο ξανθοπράσινο νερό σαν πορτοκάλι. Μα εκείνος άρπαξε σφιχτά την τρύπα, έκλεισε καλά την βαλβίδα και ο αέρας φουσκώνοντας το λάστιχο τον έβγαλε απάνω μπαλόνι. — Ά! συχτίρ! είπεν ο πατέρας σου· έλα τόρα να μου πάρης το μελάτι. Έσκυψε σύνταχα και άρχισε να ξεριζώνη το σφουγγάρι.

Τι να σου ειπώ, του απάντησε πικραμένος εκείνος· δεν μπορείς να φαντασθής το κακό μου. Διάργυρος γίνεται το σφουγγάρι μπροστά μου. Άσε τα λόγια του μηχανικού άσε και τη ζημία. Μα τώχω για προσβολή. Ακούς ο Γρίτης ψεσινό παιδί και να βγαίνη με το δίχτυ γεμάτο πάσα φορά. Και τι; όλο μελάτι. Κ' εγώ που γέρασα στην τέχνη να μη μπορώ να πιάσω εκατό δράμια!

Εκατέβαινε φτωχός και ανέβαινε πλούσιος. Ο πατέρας σου όμως το ίδιο. Ήταν ο ατυχώτερος εκείνη τη χρονιά. Μόλις έφτανε κάτω, έφευγε νομίζεις το σφουγγάρι από τα μάτια του. Εκαθόταν ώρες, έφερνε γύρα παντού, εψαχούλευε και τα θαλάμια ακόμη ως που τον ανέβαζαν με τη βία. Με όλη του όμως την επιμονή δεν εκατόρθωνε να ρίξη στο δίχτυ παρά καμμιά κιμούχα, κανένα σφόγγο.

Έννοια σου, και θα σε πιάσω πάλι στο περιβόλι σαν ποτίζης και θα σε λυώσω στο τσίμπημα! » Τηγανίτες! Χρόνια και χρόνια να φάω το πρωί τηγανίτες! ακόμα δεν έφεξε κι αυτές αχνίζουν κιόλας στο τραπεζάκι. Πούντος ο Γιάνης; Αμ' η Φροσύνη; Την ακαμάτα! κοιμάται ακόμα· πάμε να την ξυπνήσουμε. Πούν' το σφουγγάρι; Θα τρομάξη, λες; Ναι, βλέπεις, φαρφουρί είταν και θα ραγίση!

Σφίξε μου το από τους κροτάφους 'πάνω το μαρτυρικό στεφάνι, το τετέλεσται να πω και ν' αποθάνω. ΕΥΝΙΚΗ. Του ξερού σου στεφανειού τ' αγκάθια γύρω από το μέτωπό σου καρφωμένα, του αφιονιού θε να κρεμούσαν τ' άνθια ύπνον σωτήριον φορτωμένα. ΑΓ. ΔΗΜ. Για όσα λόγια πλάνης έχω 'πει, να με ποτίσουν θέλω μ' εκείνο το καλάμι, αφού του βουτήσουν μέσα στην σμύρνα το σφουγγάρι και στην πράσινη χολή!

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν