United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατόπ' είδα τον Τάνταλον, φρικτά βασανισμένον, ορθόντην λίμνη• τώγγιζεν εκείνη το πηγούνι• εδίψα, αλλά δεν πρόφθανε να πάρη καν ρανίδα• λαίμαργα ως έσκυφτε να πιή ο γέρος, εχανόνταν 585 το νερό κάτω ρουφηκτά, και γύρω του εις τα πόδια γη μαύρη εφανερόνονταν φρυμμένη από την μοίρα. και υψηλά δένδρα επάνωθε κρεμούσαν τον καρπό τους• απιδιαίς ήσαν, ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις. και με συκιαίς γλυκόκαρπαις εληαίς θυμό γεμάταις. 590 και όσαις εξάμονε φοραίς ο γέρος να ταις πιάση. ταις έπαιρνεν ο άνεμοςτο σκιοφόρα νέφη.

Σηκωθήκανε λοιπόν επάνω και στεφανόνανε μαζί τον Πάνα και τις κληματόβεργες από τα φύλλα του πεύκου κρεμούσαν κι αφού τον εκάθισαν κοντά τους του εβάνανε να φάη. Και σαν γέροι πιομένοι λιγάκι πολλά αναμεταξύ τους έλεγαν πως έβοσκαν, όταν ήτανε νέοι πως πολλά κυνηγητά κουρσάρων εξέφυγαν παινεύονταν ένας πως εσκότωσε λύκο κι άλλος πως στο σουραύλι μόνο από τον Πάνα έμενε πίσω.

Πάνω στους γυμνούς κοκκινωπούς τοίχους φαίνονταν ακόμη τα ίχνη από τις χάλκινες κατσαρόλες που δεν υπήρχαν πια και τα λεία και γυαλιστερά κρεμαστάρια όπου κάποτε κρεμούσαν τις σέλλες, τα δισάκια, τα όπλα, έμοιαζε να είχαν απομείνει εκεί σαν ενθύμια. «Λοιπόν, ντόνα Ρουθ;…..», ρώτησε ο Έφις, τη στιγμή που η γυναίκα έβαζε στη φωτιά μια μικρή χάλκινη καφετιέρα.