United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άναβα κ' εγώ την πίπα μου στο κατώφλι ξαπλωμένος, ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που εσκάλωνε πασίχαρο στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους διόσμους, τις μαντζουράνες, που δεν εζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, κόμπο νεράκι για να μας λούσουν με τ' αρώματα και τη χάρι τους. — Καλή 'σπέρα. — Καλή σου 'σπέρα. — Καλή νύχτα. — Ώρα σου καλή.

Όταν είνε συμμαζωμένα εκεί-δα, μες το σκολειό, γλυτώνει ο γονιός και καμπόσα κομμάτια, παραδείγματος χάριν. Ας τρώνε τα θρανία, που είνε ξύλινα, ας τρώνε τους πίνακας και τα χαρτιά τους, τους τοίχους και το πάτωμα, για να είνε οι νοικοκυραίοι ησυχώτεροι για της αχλαδιές των, της βερικοκκιές των, της συκιές και τ' αμπέλια των.

Βεβαίως η βάρκα θα έπλεε ξυλάρμενη· εντός ολίγου έπρεπε να έλθουν. «Όπου είνε, θα φανούν». Την δευτέραν νύκτα ο Πάπος «εκάτιασε» πάλιν ή «εκούρνιασε», καθώς αι όρνιθες και τα περιστέρια, εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους και την μισήν στέγην.

Το ακορντεόν με τους παραπονιάρικους ήχους του γεμίζει την αυλή που την φωτίζει η φωτιά από τα κιτρινόξυλα με την κοκκινωπή της λάμψη και προβάλλει επάνω στο γκρίζο του τοίχου την ευκίνητη και μελαχρινή φιγούρα του μουζικάντη, τα βιολετί πρόσωπα των γυναικών και των αγοριών που χορεύουν χορούς της Σαρδηνίας. Οι σκιές κινούνται αλλόκοτες πάνω στην ποδοπατημένη χλόη και στους τοίχους της εκκλησίας.

Χρόνια και χρόνια από τότε η δόλια η κάκω-Μήτραινα περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της, έχοντας για μόνη συντροφιά, της τους τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στια, μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλλα, και καμμιά δεκαριά κόττες, μ' έναν ώμορφο πετεινό, που της χρησίμευε κάθε πρωί, σαν ωρολόγι, να την ξυπνάη για ν' ανάβη τη φωτιά της, και ν' αρχινάη το εργόχειρο της: ρόκα, ή πλέξιμο, ή μπάλωμα, ή για να πηγαίνη στο λόγγο να ζαλκόνεται και να κουβαλάη ξύλα.

Κείνο βγήκε πολύ θεληματάρικο, απαιτούσε πάντοτε «το δικό του να γένη». Αυτή ήτον πολύ αψίθυμη, και δεν έκαναν καλό χωριό οι δυο τους. Τέλος, το παιδί μπαρκάρησε, «πήρε τα μάτια του κ' έφυγε», και τον δεύτερο χρόνο επνίγη μ' ένα καΐκι που αρμένιζε. Και πάλι η θεια Μορισίνα απέμεινεν έρμη και μοναχή. Και τώρα εγήραζε, κ' εδιψούσε για συντροφιά, μέσα στους τέσσερες τοίχους του σπιτιού της.

Γύρο ανοίγματα σκεπασμένα με καταπετάσματα της εποχής, μονόχρωμα, στολισμένα με μεγάλα τετράγωνα που έχουν χρώμα διαφορετικό. Στους τοίχους μωσαϊκά με πουλιά και καρπούς. Ο Καίσαρ Μαξιμιανός Γαλέριος, στεφανωμένος με τριαντάφυλλα, φαίνεται κουρασμένος. Οι Κουβικουλάριοι, όλοι έφηβοι, στεφανωμένοι με κισσό και ντυμένοι λευκά μακρόσυρτα ιμάτια, πηγαινοέρχονται βιαστικά.

Εκείνη βεβαίως θα ήτον ικανή να κατέλθη ξυπόλητη εις το νερόνδιότι το πηγάδι, όπως συνήθως συμβαίνει, είχε πατήματα εις τους εσωτερικούς τοίχους, εσοχάς εντός του κτιρίου των λίθων, αν και ίσως πολύ επικινδύνους και ολισθηράςκαι πιθανόν ήτο να κατώρθωνεν η Κρινιώ να σώση την μικράν κορασίδα. Τώρα όμως ήτο απελπισία και θάνατος!

Η γρηά-Κυρατσού, όλη χαρά, την επαύριον, ήρχισε να σκουπίζη το μικρόν μαγαζείον, να τινάζη τας αράχνας της οροφής και των τοίχων, να πλύνη καλώς τους ξυλίνους πάγκους και το ταμείον το ξύλινον, ν' ασπρίζη τους τοίχους και να σφουγγαρίζη το λίθινον αυτού έδαφος. Σχεδόν ετραγουδούσεν από την χαράν της η γραία, θλιβομένη μόνον διά την κόρην της, που δεν έκαμνε παιδιά, η ακαμάτα, να έχη βοήθειαν.

Έκαμαν τον περίπατόν των κάτω προς την Σιγιόν, το παλαιόν σκυθρωπόν φρούριον, το κτισμένον επάνω εις το νησάκι των βράχων, μόνον και μόνον διά να ίδουν τα μαρτυρικά σκεύη, τα νεκρικά δεσμωτήρια, της σκουριασμένες αλυσσίδες εις τους βραχώδεις τοίχους, τους διά τους εις θάνατον καταδικασμένους πετρίνους κοπάνους, τας θύρας της πτώσεως, διά των οποίων κατεκρήμνιζον τους δυστυχείς και τους διαπερνούσαν εις σιδηρούς, σουβλερούς πασσάλους διά να τους καύσουν.