Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Όταν είνε συμμαζωμένα εκεί-δα, μες το σκολειό, γλυτώνει ο γονιός και καμπόσα κομμάτια, παραδείγματος χάριν. Ας τρώνε τα θρανία, που είνε ξύλινα, ας τρώνε τους πίνακας και τα χαρτιά τους, τους τοίχους και το πάτωμα, για να είνε οι νοικοκυραίοι ησυχώτεροι για της αχλαδιές των, της βερικοκκιές των, της συκιές και τ' αμπέλια των.
ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν τ' ακούω αυτά εγώ, κύριε: η κόρη μου δεν είνε για σας. ΚΛΕΟΝΤ Πώς; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν είστε αριστοκράτης, δε θα πάρετε την κόρη μου. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μα τι θέλεις να πης με τ' αριστοκρατιλίκι σου; Μη εμείς είμαστε από κανένα μεγάλο σόι; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σώπαινε συ. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Είμαστε τίποτ' άλλο κ' εμείς από απλοί νοικοκυραίοι; ΖΟΥΡΝΤΑIN Θα μαζέψης τη γλώσσα σου;
Ιδού τι συνέβαινεν. Ο Λάμπρος την ημέραν εκείνην είχε βάλει εις πράξιν την μέθοδον «των κρυφών εκλογέων». Διηγείτο εκάστοτε εις τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον ότι είχε δύο εκλογείς, δύο σίγουρους ψήφους, κρυφούς, οι οποίοι, ως νοικοκυραίοι άνθρωποι, βλέπεις, πτωχοί και υπερήφανοι, εσυστέλλοντο να παρουσιασθώσι φανερά εις το «πρακτορείον» διά να πάρουν λεπτά.
Περνώ εγώ από κει και βλέπω ότι είνε μεγάλη ανάγκη. Δεν υπάρχει κανένα καφενείον σ' εκείνη την γειτονιά, και αναγκάζονται οι νοικοκυραίοι να φεύγουν εις τα μακρυνά, εις τα Χαυτεία, και φωνάζουν οι γυναίκες τους γιατί τους αλλαργεύουν πολύ οι άνδρες του και έχουν καρδιοχτύπι την νύκτα μεγάλο, μη πάθουν τίποτε οι καϋμένοι...
Ένας τόπος αλάκερος, ανθρώποι νοικοκυραίοι, που δε γύριζαν να φτύσουν, με το συμπάθειο, απάνω του, καπετανέοι που κουβαλούσαν το χρυσάφι με τα τσουβάλια, καπετάνισσες, που δε σήκωναν τα μάτια να τον κυττάξουν στις καλές τις μέρες, ένας τόπος αλάκερος, κύριε έφορα, κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη. Ο νεόφερτος υπάλληλος δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβη τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας.
Είχαν φάγει όλο το γάλα, και τη στιγμή, που έμπαιναν οι νοικοκυραίοι στο δωμάτιο, ξέσκιζαν τη βραστή την κόττα, την τετράπαχη! Δεν είχαν λάβει ακόμα καιρό να γγίξουν την κόττα, που είταν στον ταβά, τη μανέστρα, που είταν στη σουπιέρα, και το τεψί με τες τηγανίτες. Σπολλάτη!
Πάει το καλοκαίρι, παιδί μου, κ' έρχεται ο χειμώνας, εστέναζεν η γρηά-Κυρατσού, με τα γράμματά της. Μου γράφεις ότι περιμένεις να μάθης ακόμη, από την Πάτρα, από τον Πύργον και δεν ξέρω από πού αλλού. Του κάκου περιμένεις. Σε γελάνε όλοι, αφού ο άνδρας σου σ' εγέλασε. Κάμε να έλθης γιατί ρημάξανε τα πράμματά μας. Οι νοικοκυραίοι παραξένεψαν; οι αργάταις γροσσούζεψαν; Δεν γνωρίζω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν