Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Μη γνωρίζων δε πώς να δαπανά το αργύριον, το οποίον, ως λέγουν, με της κόφαις κουβαλούσαν οι ναύται εις τον οίκον του, εις κάθε ταξείδι, όλο και δίστυλα κολωνάτα, διά τον οποίον αμύθητον πλούτον του και ωνομάσθη Παπαργυρός, όταν μια χρονιά, αγαθοί τέκτονες, τηνιακοί, μετακληθέντες, έκτισαν την μητρόπολιν, απεφάσισε να οικοδομήση και αυτός οικίαν, η οποία να διακρίνεται εν όλω τω χωρίω, ως διακρίνεται ο τρούλος ναού βυζαντινού.

Πώς διο μουλάρια βάζοντας τα δυνατά τους σέρνουν 742 ή καραβόξυλο ή χοντρό οχ τα βουνά δοκάρι σε μονοπάτι ανόμαλο, και λύνεται η καρδιά τους ενώ τραβούν και βιάζουνται λαχανιστά δρωμένα· 745 σαν έτσι οι διο τους βιαστικά το σώμα κουβαλούσαν.

Κι' ήσυχος παρέκει ο νοικοκύρης ραβδί κρατώντας έστεκε χαρούμενος στον όχτο. Και κράχτες χώρια τοίμαζαν κάτου από λέφκα δείπνο, κι' έψηναν βόδι πούσφαξαν μεγάλο· κι' οι γυναίκες πολλά άσπρα αλέβρια αλέθανε, ταγή των δουλεφτάδων. 560 Και νιες και νιοι καλόκαρδοι μαζί όλοι κουβαλούσαν το γλυκοστάφυλο καρπό μες στα πλεχτά καλάθια.

Όλοι σχεδόν οι χωριανοί κατέβαιναν στο πανηγύρι και οι γυναίκες κουβαλούσαν στο κεφάλι δίσκους με γλυκίσματα και καλάθια γεμάτα με κότες δεμένες με κόκκινες κορδέλες. Τα δεντράκια τριγύρω ήταν γεμάτα με άγουρα φρούτα και το πανηγύρι έμοιαζε να απλώνεται σε όλη την κοιλάδα.

Είχε καή το χειμώνα η πλιο μεγάλη εκκλησιά του χωριού μας, ο Άι- Νικόλας, και το καλοκαίρι εκείνο την ξανάχτιζαν οι χωριανοί. Πλέρωναν μοναχά τα μεροδούλια των μαστόρων και κουβαλούσαν αυτοί από τα βουνά απάνου κάθε βδομάδα την πλάκα και τα μάρμαρα. Εκεί που τελειώνουν πλέον τα σάδια κι αρχίζει πάλε η μπροστέλλα του βουνού, εκεί ήταν τα μάρμαρα.

Και το μακρύ κοντάρι σερνόμενο τον βάραινε· μα απ' την πολλή τους βιάση 665 κανείς δε συλλογίστηκε, δεν είπε το κοντάρι να βγάλει του όξω απ' το μερί και να σταθεί στα πόδια· τόσο τους έσφιγγε ο οχτρός καθώς τον κουβαλούσαν. Και τον Τληιτόλεμο αντικρύ οι γκαρδιακοί συντρόφοι τον βγάζανε όξω απ' τη σφαγή.

Είχε καή το χειμώνα η πλιο μεγάλη εκκλησιά του χωριού μας, ο Άι- Νικόλας, και το καλοκαίρι εκείνο την ξανάχτιζαν οι χωριανοί. Πλέρωναν μοναχά τα μεροδούλια των μαστόρων και κουβαλούσαν αυτοί από τα βουνά απάνου κάθε βδομάδα την πλάκα και τα μάρμαρα. Εκεί που τελειώνουν πλέον τα σάδια κι αρχίζει πάλε η μπροστέλλα του βουνού, εκεί ήταν τα μάρμαρα.

Κι απάνω στην κουβέντα που κάμαμε, μου είπε αυτή την ιστορία της μισοκρεμνισμένης καμάρας του Ριζόμυλου: — Τόρα δεν έμεινε, παιδάκι μου, παρ' αυτή η καμάρα, που βλέπεις. Τον παλιό καιρό στα χρόνια της Τουρκιάς εδώ είταν του Λιάκου ο Ριζόμυλος. Εδώ έπεφταν τα περισσότερα χωριά του τόπου, ρωμιοί και τούρκοι, απ' τη χώρα κι απ' τα χωριά εδώ κουβαλούσαν το στάρι τους με τα μουλάρια.

Τότε αφτοί κομάτια τις λιανίζουν, 120 τις δένουν στα μουλάρια τους, κι' αφτά γοργά πατώντας πήραν του κάμπου το στρατί μέσα απ' τα πυκνολόγγια. Ακόμα κι' όλοι κούτσουρα οι άντρες κουβαλούσαντι τέτια διάτα διάταξε ο καπετάν Μηριόνηςκαι μονοσκοίνι φτάνοντας στο περιγιάλι, χάμου 125 τα ρήχνανε όπου 'να λαμπρό μνημούρι ο Αχιλέας μελέταε για τον Πάτροκλο να στήσει και δικό του.

Μακάρι να είταν τρελλού φαντασιά, κι όχι κορμί σπαρταριστό, ο Στεφανής που καβαλίκεψε το μουλάρι μου και κατέβηκε στη Μητρόπολη. Μακάρι να είταν της χολής του σταλαματιά τόνειρό του εψές αργά πρι να μ' ανταμώση, μακάρι να είταν ίσκιωμα, και να μην τάβλεπα με τα μάτια μου τέσσερα λείψανα στη χώρα που τα κουβαλούσαν πρωί χαραυγή, να μην τα δη ο κόσμος κι αποτρομάξη. Γαρουφ.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν