United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πίσω από τον πύργο του Τινταγκέλ απλώνεται ένας κήπος, μεγάλος και κλεισμένος με γερούς πασσάλους. Αναρίθμητα ωραία δέντρα τονέ στολίζουν, φορτωμένα από καρπούς, άνθη, και πουλιά. Στο πειο μακρυνό από τον πύργο μέρος, πολύ κοντά στους πασσάλους του φράχτη, βρίσκεται ίσο και ψηλό ένα πεύκο: ο ρωμαλέος κορμός του βαστάει άφθονα κλαδιά και φύλλα.

Πράσινη απλώνεται η φυτειά κ' η ράγες μεστωμένες, Μαύρες και κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογούν, γυαλίζουν Στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου οπ' ανατέλλει, Σαν μαύρα μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.

Αλησμονεί τον άντρα της με μιας και το παιδί της Και παίρνει δίπλα τα βουνά, ταις λαγκαδιαίς, τα πλάγια. Πάλι Νεράιδα γίνεται, πάλι τη νηότη παίρνει Και με ταις άλλαις σμίγεταιταις τρίσβαθαις σπηλιαίς τους. Ο λόγος βγαίνειτο χωριό κι' απλώνεταιτον κόσμο. Τάκουσε μέσ' 'ς την ξενητειά ο δόλιος ο Γιαννούλας Κι' από την πολλή τη πίκρα του πέθανε εκεί, 'ς τα ξένα!

Τα έμμορφα χωράφια της απλώνει απ' τώνα μέρος από εκεί που ο Ήλιος τα άλογα του ζεύει κατά των Μολοσσών τη γη, κι' από το άλλο μέρος προς το Αιγαίον απλώνεται και προς το Πήλιον κάτω όπου στης παραλίες του δεν βρίσκεται λιμάνι. Τώρα το σπίτι του άνοιξε για να δεχθή τον ξένο αν και το μάτι του είναι υγρό ακόμη από το δάκρυ για την γυναίκα που έχασε προ λίγης ώρας τώρα.

Τι κρυερός που είναι ο πρωινός αέρας! Το Piccadilly απλώνεται κάτω στα πόδια μας σαν μια μακρυά ασημένια κορδέλλα. Χλωμή πορφυρένια καταχνιά κρέμεται 'πάνω από το Πάρκο κ' οι σκιές των άσπρων σπιτιών είναι κι αυτές πορφυρές. Είναι πολύ αργά τώρα για ύπνο. Πάμε στο Covent Garden να σεργιανίσουμε τα ρόδα. Έλα! και μ' εκούρασε η σκέψη.

Και νέο κύμα ακολουθά κι όλο η βοή πληθαίνει κι όλο αγριώτερη βογκά και ξανασπά η ριπή· μα ωσάν η ορμή της έξαφνα να πέφτη κουρασμένη, απλώνεται, μια ολόβαθη λίγες στιγμές σιωπή. Και δες: ένα κελάδημα πουλιών ακούεται τώρα και στην πηγή πώς σιγαλά σταλάζει το νερό, και καθώς λάμπει φωτεινή, θερμή του Αυγούστου η ώρα, κι η πεταλούδα ολόλευκο σαλεύει το φτερό.

Αχ, Γουλιέλμε! προς τι με σπρώχνει συχνά η καρδία μου! — Αφού κάθωμαι πλησίον της δύο τρεις ώρας, και τέρπωμαι εις την μορφήν της, τον τρόπον της, την θαυμασίαν έκφρασιν των λόγων της, ολίγον δε κατ' ολίγον όλαι αι αισθήσεις μου εντείνονται, και σκότος απλώνεται προ των οφθαλμών μου, μόλις ακόμη ακούω και με πιάνει κάτι από τον λαιμόν, σαν ένας δολοφόνος, και η καρδιά μου εις αγρίους παλμούς ζητεί να δώση αέρα εις τις στενοχωρούμενες αισθήσεις μου και αυξάνει μόνον την ταραχήν τωνΓουλιέλμε, τότε πολλάκις δεν ξεύρω αν είμαι εις τον κόσμον!

Το δηλητήριο απλώνεται στο σώμα του. Πρασινίζει. Αρχίζουν να φαίνονται τα κόκκαλά του. Αισθάνθηκε ότι έφευγε η ζωή του. Κατάλαβε ότι πέθαινε. Θέλησε τότε να ξαναϊδή την Ιζόλδη την Ξανθή. Μα πώς να πάη ως εκεί; Στην αδυναμία που βρίσκεται, η θάλασσα θα τον σκότωνε. Κι' άλλωστε κι' αν έφτανε ακόμη στην Κορνουάλλη, πώς θα γλύτωνε από τους εχθρούς του; Θρηνεί.

Από την κορφή του βουνού της Καστρίτσας ανοίγεται μπροστά στα μάτια του περιηγητού μεγάλο πανόραμα κ' έμμορφο. Ο ουρανός απλώνεται απάνω καθάριος και γαλανός κι από τ' αμέτρητα κι ανερεύνητα ύψη του χύνει ο χινοπωριάτικος ήλιος τες θαλπερές του αχτίδες στην πλάση κάτω, που προβάλλει σα νιόπαντρη γυναίκα, ζωηρή, γιομάτη φως και χρώματα κι ωμορφιά.

Δίπλα η θάλασσα λίμνη ακύμαντη απλώνεται ως τα ουρανοθέμελα· εμπρός η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Και όμως η ακρογιαλιά του δείχνεται πλατύ νεκροταφείο από άκρη σε άκρη. Κάθε της βράχος κ' ένα νεκροκρέββατο. Τριγύρω φθορά και μούχλα. Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα.