United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γερόντισσα είχε βαφτίσει και άλλα βοσκόπουλα εις την ζωήν της. Απεκρίθη πάραυταΑπεταξάμενος. — «Και εμφύσησον και έμπτυσον αυτώ». Η ανάδοχος έκαμε φφ! πφ! Ο ιερεύς της είπε να στραφή προς τα εικονίσματα, όπου έκαιε κανδήλα με μεγάλην φλόγα της θρυαλλίδος. — «Συντάσσει τω Χριστώ;,» . . . «Και πιστεύεις αυτώ;». Είπεν ολίγα λόγια από το «Πιστεύω», άλλα πλειότερα ο υιός της, όσα ήξευραν.

Η κυρά Διαμαντηρείζενα τόσον το άσπριζε, το ασβέστωνε, το εσφουγγάριζε, το επαράκαμνεσχεδόν καθημερινώςτο ανωφερές εκείνο άδυτον του οίκου, όπου είχε τα Εικονίσματα με την κανδήλαν, ολίγα κιβώτια, ένα κομμόν, καναπέν κτλ., ώστε τούτο ήστραπτε κυριολεκτικώς από την λευκότητα και την καθαριότητα.

Το ακούν και τρέχουν οι γιατροί με τα γιατροσόφια, οι γιάτρισες με τα βότανα, οι δερβισάδες με τα ξώρκια και τους ψαλμούς, οι παπάδες με τα τετραβάγγελα και τα θαυματουργά εικονίσματα. Μα όλα τίποτα δεν ημπορούν να κάμουν στην πικρή αρρώστια της πεντάμορφης. Λυώνει και σβύνει σαν τον ανθό στο ανθογιάλι του. Πάνε τα κάλλη, πάνε και τ' αρώματα.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αν τύχη κ' εβεβήλωσε τ' ανάξιόν μου χέρι το άγιον εικόνισμα οπού κρατώ, ας σκύψουν δυο κόκκινοι προσκυνηταί, τα πρόθυμά μου χείλη, και το τραχύ μου έγγιγμα μ' ένα φιλί ας σβύσουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το αδικείς το χέρι σου, καλέ προσκυνητά μου· δεν έδειξεν ευλάβειαν οπού να μην αρμόζη. Εγγίζουν οι προσκυνηταί τα χέρια των αγίων, κι ασπάζονται μ' ευλάβειαν τα εικονίσματά των .

Ήτον χωροφύλαξ, με το χιτώνιον μεσοκουμβωμένον, φουσκωτόν επί του στήθους, με το κασκέττον στραβά, με στρημμένον τον μύστακα, και με την κάπαν διπλωμένην μακρυνάρι επί του αριστερού ώμου. Μέσα στο καλύβι, η κανδήλα ετρεμόσβυνεν εμπρός εις τα εικονίσματα. Η φωτιά είχε καλυφθή και πάλιν από την τέφραν. Το λυχνάρι σβυστόν εκρέματο από το μικρόν ράφι της εστίας. Ήτο σκότος.

Εκεί έβγαζεν ατάκτους φωνάς, θέλων να μιμηθή τους ψάλτας, και κάποτε έβαλλε χείρα εις εικονίσματα και τα κατεβίβαζε κάτω διά να τα ξεσκονίση, όπως εφρόνει· άλλοτε έβγαζε τα θυρόφυλλα της Αγίας Πύλης, κι' άρχιζε να τα πελεκά με το μικρόν κλαδευτήρι που είχε. Πότε τα επανέφερεν εις την θέσιν των, και πότε τ' άφινε κάτω εις το έδαφος, όπου έτυχε.

Του δίνει μάλιστα κάποια μελαγχολική χάρη· το κάνει σεβαστό κι αγαπημένο όπως το λιβάνι κ' η καταστροφή τα εικονίσματα. Καθένας που διαβαίνει από κοντά του, δεν πιστεύει πως πλησιάζει σε σπίτι παρά σε ναό. Και για τούτο σαν ακούση τ' άσεμνα ξεφωνητά, τα πρόστυχα τραγούδια και τα κρασόβολα γέλοια, φεύγει γοργά και με σταυροκοπήματα.

Στο παγκάρι οι επίτροποι πουλούν αγιοκέρια. Τ' αγοράζουν οι χριστιανοί και τα στήνουνε στα μανουάλια, προτού ασπαστούν τα εικονίσματα.

Σαν ήρθε η φοβερή χρονιά, που έφερε την κατοχή των Αγγλογάλλων και τη χολέρα, που βάσταξε τρεις μήνες κ' έπαψε την ημέρα του Αγίου Φιλίππου, ύστερα από μεγάλη λιτανεία και δέησι που έκαμε ο λαός με τους παπάδες, με τα εικονίσματα, με Σταυρούς και με ξεφτέρια, κ' οι Αγγλογάλλοι φοβέριζαν τον βασιληά μας, τον Όθωνα, κ' εκείνος ήτον κλεισμένος στο Παλάτι, — μόνο για να παρηγορή τον λαό έβγαινεκαι δεν το κούνησε από την Αθήνα, μ' όλη τη χολέρα και το θανατικό.

Τότε ενθυμήθη ότι το κλειδί το είχεν αφήσει η Λελούδα εις της Κουμπίνας, ακριβώς εις τον ανατολικόν θάλαμον, όπου ευρίσκετο τώρα αυτή. Το είχε κρεμάσει εις καρφί, υποκάτω στα εικονίσματα. Η Σεραϊνώ ανέβλεψε και το είδεν υπό το φως του κανδηλίου. Έκαμεν ακουσίαν χειρονομίαν να το λάβη. Είτα εκρατήθη, κ' είπε: «Καλύτερα, ας έλθη, να της το ζητήσω».