United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είμαι ασθενής, Μάρκε, και είτε εις το αμφιθέατρον είτε εδώ, πρέπει να αποθάνω . . . Είχα παρακαλέσει εις τας προσευχάς μου να σε ίδω προ του θανάτου· ήλθες: ο Χριστός με εισήκουσε, Και ενώ εκείνος δεν ηδύνατο να προφέρη άλλην τινά λέξιν και την έθλιβεν απλώς επί του στήθους του, εκείνη προσέθηκε: — Ήξευρα ότι θα ήρχεσο. Και σήμερον ο Σωτήρ μας επέτρεψε να είπωμεν το χαίρε προς αλλήλους.

Ο Ερμής, όστις έτρεφε τότε και αυτός εις τα βάθη του θείου του στήθους μυστικόν τι και ουχί εντελώς πλατωνικόν αίσθημα προς την θεάν του κάλλους, και προσεπάθει παντί τρόπω να υποσκελίση τον συνάδελφον θεόν της μαντικής, δεν ηθέλησεν, εννοείται, να δυσαρεστήση την Αφροδίτην, έδραξε δε μάλιστα προθύμως την ευκαιρίαν να της παράσχη εκδούλευσιν, της οποίας γλυκυτάτην ανέπλαττε την αμοιβήν η λογιστική του φαντασία.

Άλλως η Ελλάς ολόκληρος θα είχεν από πολλών ήδη μηνών μεταβληθή εις απέραντον ύπαιθρον ωδείον, οπού οι ελέω ο ι κ ο ν ο μ ι κ ώ ν σ υ ν δ υ α σ μ ώ ν πτωχυνθέντες και λιμοκτονηθέντες Έλληνες θα εξεθύμαινον εις ήχον μάλλον ή ήττον βαρύν την μελανήν χολήν του στήθους των. Ο ελληνικός λαός ψάλλει συνήθως όταν ήνε εύθυμος.

Άι-χούχα!. . . εξέφερε συχνά του στήθους. Κ' έρριπτε βλέμμα εσχάτης απογοητεύσεως εις το καρυοφύλλι του. Το καρυοφύλλι του εις το οποίον δεν είχε πίστιν πλέον, δεν είχε πεποίθησιν, όπως η χήρα εκείνη του ανεκδότου, η οποία ενώ ενόμιζεν εαυτήν κάτοχον Τιμίου ξύλου, βεβαιούται αίφνης παρά του ιδίου πλοιάρχου ότι τούτο ήτο τεμάχιον από του ιστού του πλοίου του.

Τον ητένισε πάλιν, διευθέτησε τας αλύσσους του κιουστεκίου του, το αργυρούν χαϊμαλί του στήθους του· της σαβατλίτικες παλάσκες της μέσης του· τους τοκάδες και τ' αλύσια του ασημοσογιά κ' έστρωσε τας πτυχάς της λερής φουστανέλλας του. Μικρόν κατά μικρόν μήτηρ και υιός εβυθίζοντο εις το σκιόφως της εσπέρας εντός του οικίσκου, χωρίς να το εννοούν και αυτοί.

Η Ηρωδιάς ήτο ενώπιόν του, με αλουργίδα εξ ελαφράς πορφύρας φθάνουσαν μέχρι των σανδαλίων. Εξελθούσα αποτόμως από τον κοιτώνα της, δεν εφόρει ούτε περιδέραιον, ούτε ενώτια. Είς πλόκαμος της μαύρης της κόμης έπιπτεν επάνω εις τον ένα της βραχίονα ενώ το άκρον του εβυθίζετο εις το διάστοιχον του στήθους της. Οι ρώθωνές της πολύ ανορθωμένοι επάλλοντο, την δε μορφήν της εφώτιζε θριάμβου χαρά.

Τη στιγμή κείνη είχε καθήσει κάτω από τη χαρουπιά κιακούμπησε το κεφάλι της στα χέρια. Σαυτή τη στάση έμεινε ώρα πολλή. Ο δρόμος θα την είχε ξεθεώσει τη δυστυχισμένη στην κατάσταση που ήτονε. Και πόση ώρα θάχε κάμει για να φτάση από το χωριό έως εκεί. Ο Δρακογιώργης, φανταζόμενος την αγωνία τον στήθους της, την ελυπότανε.

Η μεν τούτων είχε γυμνά τα στήθη, άνθη επί της κεφαλής και μειδίαμα επί των χειλέων, η δε μαύρον ράσον, σταυρόν επί του στήθους και κατάνυξιν επί του προσώπου. Αμφότεραι ήσαν ωραίαι, αλλά της μεν το κάλλος ενεθύμιζεν ευθύμους εορτάς, ποτηριών συγκρούσεις και χορευτών ποδοκρουσίαν, της δε το υγρόν βλέμμα τας μυστηριώδεις των κοινοβίων απολαύσεις, αθόρυβα συμπόσια και σιγαλά φιλήματα.

Δεν εφοβείτο δε ολίγον να την ίδη και ξένος μόνην μετά του Μανώλη εις τον περίφρακτον κήπον. — Να χαρής ό,τι αγαπάς και καμαρώνεις, Μανώλη, του είπε σταυρώσασα τα χέρια επί του στήθους της, να χαρής τσοι γονέους σου και ταδέρφια σου, άφησέ με και φύγε! ... φύγε! ...

Απελπισθείς ο έπαρχος εβύθισε την χείρα εις τον κόλπον του και εκλέξας διά της αφής μεταξύ πολλών και διαφόρων εγγράφων, εξήγαγε την Εφημερίδα της Θήρας, προ ημερών ληφθείσαν, και ήρχισε ν' αναγινώσκη το κύριον άρθρον, μολονότι το εγνώριζε πλέον εκ στήθους, λυπούμενος ότι δεν ηδύνατο να το αναγνώση υψηλή τη φωνή, εις επήκοον του φοιτητού και της κομψής κυρίας.