United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


"Ω, Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις, Τέτοιαν πανώρια λυγερή να σέρνη απεθαμμένος!„ Τάκουσε πάλε η λυγερή και ράγισε η καρδιά της· "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Πες μου, πουν τα μαλλάκια σου, το πηγουρό μουστάκι;„ "Μεγάλη αρρώστια μ' έβρηκε, μ' έρριξε του θανάτου· Μου πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.„

Οι στρατηγοί εντούτοις κατεδικάσθησαν εις την ποινήν του θανάτου· αλλά μετά τινας χρόνους, μετανοήσαντες οι Αθηναίοι διά την άδικον καταδίκην, εδικαίωσαν τον Σωκράτην, τιμωρήσαντες τους κατηγόρους των θανατωθέντων στρατηγών. Τοιουτοτρόπως μετανοήσαντες κατεδίωξαν και τους κατηγόρους του Σωκράτους, αφού και αυτόν εν τη φυλακή επότισαν το κώνειον του θανάτου.

Τότε και το αναίσθητ' Ίλιον, ως να αισθάνθηκε τον κτύπον, με την αναμμένην άκρην προς την βάσιν του όλο κλίνει, και τ' αυτί του Πύρρου πιάνει μ' ένα τρίξιμο θανάτου· ώστε, βλέπε! το σπαθί του, 'πού του σεβαστού Πριάμου κατεβαίνειτην χιονάτην κεφαλήν, εφάνη ξάφνου πως εστάθητον αέρα· τότε ακίνητος ο Πύρρος, ως ζωγράφισμα τυράννου, έμειν’ άπρακτοςτην θέσιν, ωσάν ξένος εις το πράγμα και εις την πρώτην θέλησίν του.

Ναι, κόπος ανυπόφερτος Είνε η ζωή· η ελπίδες, Οι φόβοι, και του κόσμου Η χαραί και το μέλι Σας βασανίζουν. Εδώ ημείς οι νεκροί Παντοτινήν ειρήνην Απολαύσαμεν, άφοβοι, Άλυποι, δίχως όνειρα Έχομεν ύπνον. Σεις οι δειλοί αχνύζετε Όταν τις ψιθυρίση Τ' όνομα του θανάτου· Αλλ' άφευκτος ο θάνατος, Άφευκτος είνε.

Δύο, αντιθέτου φύσεως όντα, δεν στρέφονται όπισθέν των· ο λύκος και ο αθώος άνθρωπος. Θέλεις να πλήξης επιτυχέστερον; ελθέ εκ των νώτων. Όσω μάλλον πεπωρωμένη είνε μία καρδία, τοσούτον και ιλιγγιά προ της ιδέας του θανάτου· θα έλεγέ τις, ότι φοβείται μήπως ο θάνατος αποσβέση το αίσχος της.

Εγώ ακούοντας αυτήν την ιστορίαν εγέλασα εις τον εαυτόν μου με τους ματαιόφρονας και απατεώνας Αστρολόγους και εφρόντισα με κάθε τρόπον να κρύψω το όνομά μου από εκείνον τον νέον διά να μη του προξενήσω φόβον θανάτου· προσεπάθησα μάλιστα να βγάλω ψεύστας τους Αστρολόγους, οι οποίοι επρόλεγαν ένα τοιούτον μάταιον πράγμα, που εγώ ούτε το εφανταζόμουν, μάλιστα ήμουν εντελώς ξένος από ταύτην την γνώμην και πώς ήτο δυνατόν να κάμω εγώ ένα τέτοιο παράνομον έργον;

Η σφαγή του πεφιλημένου Προδρόμου Του έφερε πλησιέστερον εις την ψυχήν Του την σκέψιν του θανάτου· ουδ' επλανάτο από την βραχείαν λάμψιν της προσκαίρου δημοτικότητος, την οποίαν κατά την επομένην ενόει να σβύση.

Μόνον το εφήμερον περί ουδενός έχει να σκεφθή ή ν' αποφασίση· ζη την μικράν αυτού ζωήν πτερυγίζον χωρίς ουδέποτε να σταθή ή να στραφή να κυττάξη προς δεξιάν ή αριστεράν· το τέλος του επέρχεται άνευ νόσου, άνευ οδύνης και άνευ τρόμου του θανάτου· δεν αισθάνεται εξαντλουμένας του σώματος και της ψυχής του τας δυνάμεις, αλλ' αποθνήσκει διά μιας εντός δευτερολέπτου, κατά την διάρκειαν ερωτικού σπασμού.

Ανετινάχθην εκ της κλίνης μου, ήτις μου εδαψίλευε την ευεργετικήν θαλπωρήν της. Ήμην ο κύριος της θερμότητος εκείνης, και ουδείς ηδύνατο να μου αμφισβητήση αυτήνπλην του θανάτου· ήτο ζωή τέλος, από την οποίαν ουδείς να με απομακρύνη ηδύνατοπλην της κακίας των ανθρώπων.

ΜΟΝΤΕΚΗΣ Κακοαναθρεμμένε, απ' τον πατέρα σου εμπρός ‘ς τον τάφον καταιβαίνεις; ΠΡΙΓΚΗΨ Ησύχασε, και πρόσμεινε να καθαρίσω πρώτα το σκότος τούτο το πυκνόν, να μάθω την αιτίαν, την κεφαλήν, και την πηγήν αυτής της παραζάλης. Τότε θα γίνω αρχηγός πρώτος εγώ των θρήνων, κι' ανοίγω εις την λύπην σας τον δρόμον του θανάτου· αλλ' έως τότ’ υπομονή. — Οι ένοχοι πού είναι;