United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις το φρενοκομείον τούτο θα εύρης και παραφροσύνην χλευαζομένην, η οποία εν τούτοις είνε είδος λογικής· αλλ' εις το φρενοκομείον εκείνο, — τον Κόσμονθα εύρης και λογικήν θριαμβεύουσαν, προ της οποίας και αυτή η παραφροσύνη θα ιλιγγία. Ιδέ τους παρερχομένους ανθρώπους.

Μεταξύ των ανθρώπων δύο μεγάλοι τύποι υπάρχουσιν, υπέρτεροι πάσης περιγραφής, προ των οποίων ιλιγγιά η αντίληψις και σκοτίζεται η κρίσις· ο του εξόχως αγαθού και ο του εξόχως αχρείου. Αποτελούσιν αμφότεροι δύο άπειρα, εντός των οποίων ούτε ωρισμένη διεύθυνσις υπάρχει, ούτε σταθμός διά το βλέμμα.

Δύο, αντιθέτου φύσεως όντα, δεν στρέφονται όπισθέν των· ο λύκος και ο αθώος άνθρωπος. Θέλεις να πλήξης επιτυχέστερον; ελθέ εκ των νώτων. Όσω μάλλον πεπωρωμένη είνε μία καρδία, τοσούτον και ιλιγγιά προ της ιδέας του θανάτου· θα έλεγέ τις, ότι φοβείται μήπως ο θάνατος αποσβέση το αίσχος της.

Ο δε Αννίβας ο δυστυχής είχεν ακολουθήσει και αυτός τον αυτόν δρόμον, αλλά κατ' ευτυχίαν έν κύμα, μειλιχιώτερον των λοιπών, τον ευσπλαγχνίσθη, και απέθηκεν αυτόν ηρέμα επί της άμμου. Ο αλιεύς, αν και ιλιγγία και ήλγει την κεφαλήν εκ του τρομερού εκείνου κτύπου, υπηγέρθη ησύχως, και τετραποδίζων επί της άμμου κατώρθωσε να φθάση εις μέρος τι, όπου δεν τον έφθανον τα κύματα.

Εις τα ενδόμυχα της ψυχής ταύτης υπήρχε τι ως βάραθρον βαθύ ορωρυγμένον, ζοφερόν, ερεβώδες, απαίσιον, αλλ' εσφραγισμένον διά της σφραγίδος του χρόνου. Όστις παρεκινδύνευε να αποσπάση αποτόμως το επίπωμα τούτο, ώφειλε να ιλιγγιά προς το βάθος της αβύσσου, εξετέλει δ' εξ ανάγκης έργον βάρβαρον. Η Αϊμά επίεσε με την χείρα το στήθος, εδίστασεν επί μακρόν, και είπεν