United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνη έπεσε γονυκλινής και συνάψασα τας χείρας ικέτευε να μη την απομακρύνουν από την οικίαν. «Δεν θα υπάγη, έλεγεν, εις του Βινικίου και προτιμά να μαστιγωθή. Δεν ήθελε! Δεν ηδύνατο! Και τον ικέτευε να την ευσπλαγχνισθή».

Ακούσας αυτόν ο Κροίσος, τον ευσπλαγχνίσθη, και με όλην την θλίψιν ην ησθάνετο διά το οικείον δυστύχημα τω είπεν· «Έλαβον παρά σου, ω ξένε, πάσαν εκδίκησιν, αφού συ ο ίδιος καταδικάζεις σεαυτόν εις θάνατον αλλά δεν είσαι προς εμέ ένοχος διά το δυστύχημα τούτο· απλώς εγένεσο ακούσιον όργανον· αιτιώμαι εκείνον εκ των θεών όστις άλλοτε μοι εφανέρωσεν αυτά το οποίον έμελλε να συμβή.» Ο Κροίσος λοιπόν έθαψε τον υιόν του ως έπρεπεν· ο δε Άδραστος, ο υιός του Γορδίου του Μίδου, ο φονεύς του ιδίου του αδελφού, ο φονεύς εκείνου όστις τον είχε καθαρίσει, όταν περί το μνήμα εγένετο ησυχία, αναγνωρίζων ότι εξ όλων των ανθρώπων τους οποίους εγνώριζεν αυτός ήτο ο μάλλον δυστυχής, εσφάγη διά της ιδίας του χειρός επί του τάφου.

Τότε έλαβα κάποιον θάρρος και ελπίδα σωτηρίας και επρόσπεσα εις τους πόδας του, και τον παρεκάλεσα να με ευσπλαγχνισθή, και να με αφήση ελεύθερον.

Ο δε Αννίβας ο δυστυχής είχεν ακολουθήσει και αυτός τον αυτόν δρόμον, αλλά κατ' ευτυχίαν έν κύμα, μειλιχιώτερον των λοιπών, τον ευσπλαγχνίσθη, και απέθηκεν αυτόν ηρέμα επί της άμμου. Ο αλιεύς, αν και ιλιγγία και ήλγει την κεφαλήν εκ του τρομερού εκείνου κτύπου, υπηγέρθη ησύχως, και τετραποδίζων επί της άμμου κατώρθωσε να φθάση εις μέρος τι, όπου δεν τον έφθανον τα κύματα.

Τότε ο βασιλεύς της Ταταρίας του διηγήθη καταλεπτώς την ασέλγειαν και παρανομίαν της γυναικός του, και τον θάνατον που της έδωσε· και ακούοντας ο αδελφός του την τέτοιαν ασέλγειαν της γυναικός έμεινεν εκστατικός, λέγοντάς του: Είχες εύλογον αιτίαν να ευρίσκεσαι εις τέτοιαν μελαγχωλίαν· όμως τώρα να ευχαριστής τον μέγαν Προφήτην που σε ευσπλαγχνίσθη και μετέβαλε την λύπην σου εις χαράν, διά να σε παραγορήση· αλλά καθώς έλαβες μεγάλην αφορμήν της περασμένης σου λύπης, βέβαια εξ εναντίας πιστεύω να έλαβες μεγάλην και εύλογον αιτίαν που σου απεδίωξε τέτοιαν λύπην και σε εξορκίζω εις την αδελφικήν αγάπην να με πληροφορήσης και διά ταύτην την μεταβολήν διά να γίνω συμμέτοχος της χαράς, καθώς έπρεπε να γίνω συμμέτοχος και της λύπης σου, αν το ήξευρα πρωτύτερα.