United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε επλησιάσαμεν εις το χωρίον του, ο καλός Παντελής απέθεσε τα βαρέλιά μου εντός πατητηρίου ηρειπωμένου, εις την άκραν αμπελώνος παρά τον δρόμον, και με παρήγγειλε να τον περιμένω εκεί, διά να υπάγη πρώτος εκείνος με το ζώον του και εξετάση μη ευρίσκωνται Τούρκοι εις το χωρίον.

Λέγουσι δε οι Αμμώνιοι τα ακόλουθα· αφού ανεχώρησαν εκ της Οάσεως πορευόμενοι εναντίον των διά γης αμμώδους, έφθασαν εις τον ήμισυν περίπου δρόμον μεταξύ αυτών και της Οάσεως· εκεί δε, ενώ εστάθησαν διά να γευματίσωσιν, ισχυρός και παράδοξος νότος πνεύσας επ' αυτών, ανήγειρε τοσούτους σωρούς άμμου ώστε τους εκάλυψε και διά του τρόπου τούτου εγένοντο άφαντοι.

Και διατί τρομάζεις, καλέ Σωκράτη, αφού αυτήν την φοράν τουλάχιστον επήρε ωραιότατον δρόμον διά σε ο λόγος μας; Σωκράτης. Αυτό θα το επιθυμούσα, αλλά, σε παρακαλώ, πρόσεξε μαζί μου εις το εξής. Άραγε είναι δυνατόν να κατασκευάση κανείς πράγμα το οποίον ούτε το γνωρίζει ούτε είναι όλως διόλου ικανός να το κάμη; Ιππίας. Διόλου μάλιστα, Και πώς βεβαίως θα ήτο δυνατόν να κάμη ό,τι δεν ημπορεί;

Πληγωμένος απ' ύβριν Ελληνικών στομάτων Αν ήθελες εκδίκησιν — Η καλλητέρα εκδίκησις Είνε η συμπάθεια. Μέγα, λαμπρόν εάν ήθελες Όνομα, και περνώντας Εσύ κάθε οφθαλμός Με θαυμασμόν να στρέφηται Παρατηρώντάς σε. — Σφαλερόν δρόμον, άθλιε, Εδιάλεξας· οι Έλληνες Που επρόδωσας θαυμάζονται Από την οικουμένην Κ' ήρωες καλούνται.

Ο μπάρμπ’-Αλέξης ύψωσε την σημαίαν, εμετρίασε τον δρόμον και απέδωκε τας τιμάς. Ο κελευστής της βασιλικής ημιαλίας, όστις εγνώριζε τον μπάρμπ’- Άλέξην από πολλών ετών, δεν ηδυνήθη να μη θαυμάση την ευχέρειαν και την ραστώνην μεθ' ης έπλεε. — Μπράβο, καπετάν-Αλέξη, τω έκραξεν, είσαι πολύ σβέλτος. — Αλήθεια, απήντησεν ο μπάρμπ’-Αλέξης . . . και μάλιστα ο σύντροφός μου.

Αδυνατισμένοι από την κακοπάθειαν και αποκαμωμένοι από την βίαν της φυγής και τον δρόμον, μόλις εκάθοντο διά ν' αναπαυθώσι, και αμέσως επάγωναν και δεν ήσαν πλέον ικανοί να σηκωθώσι και να κινηθώσιν, αλλ' απέθνησκον εις την οποίαν ήθελον ευρεθή στάσιν.

Έχω πολλά . . . Και εξηκολούθησε τον δρόμον του τρέχων. Πράγματι μετά το γεύμα συναντήθημεν. Το πρόσωπόν του ήτο αίθριον, ωσάν ανέφελος ουρανός.

Επήγες εις την άκρη του κόσμου, παιδί μου, και δεν εχάθηκες, κ' εγύρισες. Και ο Χρηστάκης μαςπέντε ώραις δρόμον επήγε, κ' έμεινεν εκεί!...Ε...μόνον οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσου!... Ήτανε παραμονή των Φωτώνξεύρεις πώς είναι η καρδία μου σε τέτοιαις επίσημαις ημέραις.

Και οι χωρικοί αντί να εξετάσουν κατά βάθος το πράγμα, να λάβουν υπ' όψιν τα συμβάντα τα οποία εγνώριζον έν προς έν, ελάμβανον μόνον το επιτίμιον, την απόφασιν της εκκλησίας, η οποία διετέλει εις παντελή άγνοιαν, και τον αναθεμάτιζον και αυτοί και δεν τον ήθελον πλησίον των! — Καλά, εσκέπτετο καθ' όλον τον δρόμον κλαίων, καλά· έτσι κατάντησα να ξεραίνω και τα δένδρα!. .

Εις την αρχήν όμως, ή και όταν ευρισκόμεθα εις το μέσον του δρόμου, θα ήτο δύσκολον να εκτελέσωμεν αυτήν την διαταγήν. Τόρα όμως, αφού το θέλεις, ας πάρωμεν πρώτα τον μακρότερον δρόμον. Διότι όσον είμεθα ακόμη φρεσκότεροι, τόσον ευκολώτερα θα τον περάσωμεν. Πρόσεξε λοιπόν εις την διαίρεσιν. Νέος Σωκράτης. Λέγε. Ξένος. Όσα πεζά από όλα τα ήμερα είναι αγελαία, είναι εκ φύσεως διηρημένα εις δύο.