United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βολταίρος, νομίζω, επεχείρησεν απαρίθμησιν των σημασιών αυτού αρχίσας από την ζωολογίαν και καταλήξας εις την θεολογίαν, ο δε Σπένσερ περιωρίσθη εις ανάλυσιν των στοιχείων από τα οποία αποτελείται το αίσθημα αυτό, περιέχον θαυμασμόν, στοργήν, την ευφροσύνην που προξενεί η καλλονή κλπ., ενώ ο Λειβνίτιος, κλείων τον έρωτα μέσα εις ασφυκτικώς στενόν ηθικόν κύκλον, περιορίζει αυτόν εις χαράν διά την ευτυχίαν του άλλου και εις αίσθησιν της ευτυχίας του άλλου ως ιδίας.

Διά τούτο επροτίμησα να καινοτομήσω και να λέγω μυστηριώδη πράγματα, ούτως ώστε να τα εξηγούν ο μεν ούτω ο δε άλλως και να θαυμάζουν, όπως συμβαίνει με τους σκοτεινούς χρησμούς. Αλλά δεν σου τώλεγα; Τώρα με περιφρονείς και συ. ΜΙΚ. Όχι τόσον όσον τους Κροτωνιάτας, τους Μεταποντίνους και Ταραντίνους και τους άλλους που σε ακολουθούσαν άφωνοι από θαυμασμόν κι' επροσκυνούσαν τα ίχνη των ποδιών σου.

Αλλ' ενώ οι αφελείς σύντροφοί του έμενον κατάπληκτοι, νομίζοντες ότι το μυστηριώδες θηρίον τον κατέπιε, τον είδον με θαυμασμόν αναδυόμενον και έπειτα κινούντα τα άκρα, όπως τα ψάρια κινούν τα πτερύγιά των, και επανερχόμενον εις την ακτήν συγκεκινημένον, αλλά και χαίροντα διά την απροσδόκητον σωτηρίαν του και την νίκην του κατά του φοβερού στοιχείου.

Παίρνοντας λοιπόν ο Δερβύσης ένα θρονί εκάθησε, και λέγοντας εκείνα τα δύο λόγια, έπεσε χωρίς αίσθησες· και εν τω άμα το αηδόνι ανέζησε, και άρχισε να λαλή με μεγάλον θαυμασμόν της Ζεμπρούδας.

Ο βεζύρης που και αυτός ήτο ένας που δεν εμισούσε τες γυναίκες, αφού και την έκαμε να ξεσκεπάση το πρόσωπόν της με ευγενικόν τρόπον, δεν έμεινεν ολιγώτερον πληγωμένος από τον Χόντζα και από τον Κατή· και όλος γεμάτος από θαυμασμόν εφώναξεν.

Ο Καλίφης βλέποντας μίαν τέτοιαν ωραιότητα έμεινεν εκστατικός από τον θαυμασμόν του. Αυτή επλησίασε προς αυτόν, και αφού τον επροσκύνησεν εκάθισε κοντά του.

Εμείναμεν όμως με θαυμασμόν εις το να θεωρήσωμεν πολλά δένδρα φορτωμένα από ωραιοτάτους καρπούς, και πολύ περισσότερον οπόταν τα εγευθήκαμεν· έπειτα ωσάν αναπαυθήκαμεν ολίγον, εδέσαμεν το πλοίον μας εις ένα παλούκι και εκινήσαμεν διά να περιπατήσωμεν το νησί. Εγώ δεν είδα ποτέ ένα τόπον έτσι χαριέστατον· εκεί εβλέπαμε ρεύματα από νερά γλυκά, και κάθε λογής οπωρικά, ομοίως και ωραιότατα λουλούδια.

Αφού ο βασιλεύς με θαυμασμόν εθεώρησεν εκείνα τα ψάρια αρκετήν ώραν, στρέφεται προς τους μεγιστάνας του, και τους λέγει· αν είναι δυνατόν να μην ήξευραν αυτοί εκείνην την λίμνην τόσον πλησίον της πολιτείας· και όλοι απεκρίθησαν ομοφώνος ότι ούτε ήκουσαν ποτέ τέτοιον πράγμα.

Ω βασιλέα υψηλότατε, αν δεν πιστεύης εις τα όσα σου είπα, ελπίζω να πιστεύσης τους ίδιους μάρτυρας, που ήτον παρόν εις όλα αυτά. Πού είναι αυτοί οι μάρτυρες, της είπα με θαυμασμόν; Βασιλέα, αυτή μου απεκρίθη, ευρίσκονται εις το σπήτι μου· πρόσταξε τους ανθρώπους σου να έλθουν μαζή μου διά να τους φέρουν εδώ.

Εγώ του διηγήθην τα πάντα κατά σειράν, την τρικυμίαν και όσα είδαμεν εις την νήσον και το εναέριον ταξείδι, τον πόλεμον και όλα τα άλλα μέχρις ότου μας ερρόφησε το κήτος. Με ήκουσε με πολύν θαυμασμόν, έπειτα δε μας διηγήθη τα δικά του.