United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΑΛΙΜΠ. Λοιπόν, καθώς σου έλεγα, συνηθάει να κοιμάται το απόγιωμα· αυτού μπορείς να του πετάξης τα μυαλά, αφού πρώτα του τσακώσης τα βιβλία του· ή του σπας μ' ένα κούτσουρο το καύκαλο, ή μ' ένα παλούκι του βγάνεις τάντερα· ή του κόβεις τον λάρυγγα με το μαχαίρι σου· μόνο θυμήσου ν' αδράξης πρώτα τα βιβλία του· γιατί άμα του λείψουν εκείνα, μένει ένας κουτός σαν κ' εμέ, και δεν έχει εξουσία απάνου σε κανένα πνεύμα.

Κι ο στεναγμός μαζί με το στοχασμό του τον αλάφρωσαν για καλά. Είχε την πεποίθηση πως η μάννα του επλάσθηκε κ' ήταν αληθινά αθάνατη. Ούτε αρρώστια, ούτε φόνος, σκοινίπαλούκι, ότι κι αν μεταχειρίζονταν τα παιδιά της είτε οι ξένοι εναντίον της, ήταν ικανά να την πεθάνουν. Αν πέθανε τώρα, δεν ήταν αίτιος αυτός, όχι. Αυτός σε τίποτα δεν έφταιγε.

Εμείναμεν όμως με θαυμασμόν εις το να θεωρήσωμεν πολλά δένδρα φορτωμένα από ωραιοτάτους καρπούς, και πολύ περισσότερον οπόταν τα εγευθήκαμεν· έπειτα ωσάν αναπαυθήκαμεν ολίγον, εδέσαμεν το πλοίον μας εις ένα παλούκι και εκινήσαμεν διά να περιπατήσωμεν το νησί. Εγώ δεν είδα ποτέ ένα τόπον έτσι χαριέστατον· εκεί εβλέπαμε ρεύματα από νερά γλυκά, και κάθε λογής οπωρικά, ομοίως και ωραιότατα λουλούδια.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γρήγορα κάμετ' όμως, γιατ' είνε κ' ένας νόμος: όσοι στην Πνύκα για να παν πρωί-πρων δεν έβγουν, ούτε παλούκι δεν βαστούν στα χέρια τους σαν φεύγουν. ΧΟΡΟΣ Έφθασ' η στιγμή, ώ άνδρες• στη γραμμή και ξεκινάτε• τούτο πάντοτε να λέτε και ποτέ μην το ξεχνάτε• είν' ο κίνδυνος μεγάλος αν μας πιάσουνε στη φάκα, να σκαρώνουμε τη νύχτα στο σκοτάδι τέτοια φιάκα.

Οι μενεξέδες και τα γιατσέντα ανθίζουν κι ο Δάφνης μαραίνεται! Τάχα κι ο Δόρκωνας πιο όμορφος από μένα θα φανή; Τέτοια ο καημένος ο Δάφνης υπόφερνε κ' έλεγε, επειδή πρώτη φορά εμάθαινε του έρωτα τα έργα και τα λόγια. Ο Δόρκωνας όμως ο γελαδάρης, που αγαπούσε τη Χλόη, αφού παραφύλαξε το Δρύαντα εκεί που παράχωνε παλούκι κοντά σ' ένα κλήμα, τόνε σιμόνει κρατώντας κάμποσα κεφάλια τυρί.

Είπε· κι αυτός κατέβηκεν ευθύς απ' το κρεββάτι κι άρπαξε τώμορφο σπαθί που κρέμονταν αιώνια στο κέδρινο κρεββάτι του ψηλά σ' ένα παλούκι. Με τώνα χέρι του κρατεί το νιόκλωστο ζουνάρι, με τάλλο σέρνει το σπαθί μέσ' από το θηκάρι, θηκάρι καλοδούλευτο και κοσμοξακουσμένο.

Το μοναχογιό μου τον έκλεισε χρόνο στη φυλακή γιατί δεν έστρεγε να πάρη την κόρη του, την παστρογωνιά του... Μα δεν του πέρασε!.. Κι ο γιος μου παντρεύτηκε σύμφωνα με τη θέση του, κ' η θυγατέρα μου χάρηκε το στεφάνι της κ' εγώ απόλαψα τα καλά μου κι ο άντρας μου του στάθηκε παλούκι στο μάτι. Δέκα χρόνια πόλεμο και πάντα του βγήκε νικημένος.

Να κοιμηθώ. — Καλά· δέσε τ' αρνάκι σουτο παλούκι κ' έμπα μέσα. Αλλ' η Μάρω ήθελε να πάρη μαζί της και τον Γιάννο· δεν ήθελε να τον αφήση έξω και μάλιστα καταμόναχον. Ο γέρων χωρικός όμως δεν επέτρεπε τοιούτον τι· αρνί μέσα εις τον πύργον, πού ηκούσθη ποτέ! έπειτα κλέφτες με κλέφτες δεν επάτησαν ποτέ εκεί.

Έτερον μέρος του πεδίου της μάχης. ΜΑΚΒΕΘ Πώς να τους φύγω; Μ' έδεσαν επάνωτο παλούκι 'σάν την αρκούδα! Τα σκυλιά λοιπόν ας πολεμήσω! Ποιος από σπλάγχνα γυναικός δεν είναι γεννημένος; Μόνον αυτόν θα φοβηθώ! Άλλον κανένα όχι! ΣΙΒΑΡΔΟΣ Ποιος είσαι συ; ΜΑΚΒΕΘ Αν σου το 'πώ, τρομάρα θα σε πιάση! ΣΙΒΑΡΔΟΣ Ποτέ! Κι' αν έχης όνομα φρικτότερον ακόμη απ' όσα κι' αν ακούωνταιτον Άδην.