United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φεύγει από τη Νικομήδεια και σέρνει βορειοδυτικά να βρη τον πατέρα του. Τον ανταμώνει και τον ακολουθάει ως τη Βρεταννία. Πρωτεύουσά του είχε ο Κωστάντιος στη Βρεταννία τη Γυόρκη. Από κει πολεμούσε τους Πίχτους, εκεί τέλος απέθανε και στα 306.

Μ' ένα της χαμόγελο την άρπαξε την καρδιά μου, και τη σέρνει τώρα και τη ματοπληγώνει σε πέτρες και πέτρες! Τονειριάστηκα πως είταν αγάπης χαμόγελο, και πιάστηκα! Μου χώθηκε, αχ, τόσο βαθιά το μαγεμένο ταγκίστρι, που σπαρταρώ τώρα και ξετινάζουμαι να γλυτώσω, και δεν μπορώ. Δεν μπορώ ν' ανεσάνω. Ματώνουν τα σπλάχνα μου, κι ο νους μου στρεφογυρίζει.

Κι απάνω στο λογομαχητό του Τουρκαρβανίτη, που φώναζε πως για κοινούς Αράπηδες δεν την είχε τέτοια κοπέλλα, κι απάνω σε μαχαιριές και μαλλώματα αναμεταξύ τους, σέρνει μαχαίρι η Κρητικοπούλα από το κορμί του ξεψυχημένου της αδερφού και το χώνει στη μαύρη καρδιά της.

Εκείνος τράβηξε λοιπόν το κομπόδεμα με τα νομίσματα που είχαν συγκεντρωθεί εκείνη την ημέρα και αφού το κούνησε λίγο μπροστά τους, κοιτάζοντάς τους και χαμογελώντας, το άφησε να πέσει στο χέρι του πραγματικού τυφλού και έφυγε. Ελεύθερος! Είχε όμως ακόμη την εντύπωση ότι σέρνει από πίσω τους συντρόφους του και ανησυχούσε γι’ αυτούς.

Του κάκου, σαν απόμεινε ορφανή, ζήτηξε κι αυτή μερτικό. Τι να κάμη, παίρνει τα μάτια της και σέρνει κατά την Κωσταντινούπολη να ζήτηση δικαιοσύνη από την Πουλχερία. Μόλις τη βλέπει η Πουλχερία, και συλλογιέται πως καλλίτερη νύφη δεν μπορούσε να βρεθή για τον αδερφό της.

ΝΕΑΝΙΑΣ Ώ! κακομοίρης που 'μουνα! πούθ' έχεις ξετρυπώση και μου πετάχτηκες;— κακό που να σου ρθή μεγάλο! Ουφ! τούτη είνε βάσανο χειρότερο απ' τάλλο! Β' ΓΡΑΥΣ Σε σέρνει ο νόμος, κι' όχι εγώ. ΝΕΑΝΙΑΣ Τάχα γιατί δεν είπες ότι με σέρνει μια βλογιά, πώχει πληγές και τρύπες; Β' ΓΡΑΥΣ Άφησε, τρυφεράδι μου, τα λόγια κ' έλ' απάνω.

Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει! όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει! πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη, ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220 'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη, όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας; δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη, να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνητα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225 πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει, αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεταιτην πόλι, να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία. αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.

Ύστερα ο κλονισμός που είχε νοιώσει στη θέα της λουρίδας της γυναικείας κνήμης άρχισε να πλημμυρίζει την ύπαρξή του, και να τον σέρνει σε μια ακατανίκητη ανάγκη να μιλήσει και να νοιώσει κοντά του, δική του τη γυναίκα. Έτρεξε στο ντουλαπάκι του, πήρε τ' απαιτούμενα και κάθισε σ' ένα πάγκο μπροστά στο τραπέζι του συσσιτίου, για να γράψει.

Τότε όρμησε ο Αντίλοχος και μια στην κεφαλή του σπαθιά του σέρνει, πούπεσε οχ τ' όμορφό του αμάξι 585 με το κεφάλι, στ' απαλό απάνου και στους ώμους, φυσώντας, μες στα χώματα.

Ο Ξενιτεμένος είναι άγιο πράμμα, που σέρνει το σεβασμό και την αγάπη των χωριανών κι' όλου του κόσμου πέρα και πέρα. Τη στιγμή εκείνη το σπίτι μου ώμοιαζε κρινί μελισσιών, στον καιρό του καλοκαιριού, που μαζεύονται στη θύρα και μπαινοβγαίνουν τα μελίσσια.