United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε όρμησε ο Αντίλοχος και μια στην κεφαλή του σπαθιά του σέρνει, πούπεσε οχ τ' όμορφό του αμάξι 585 με το κεφάλι, στ' απαλό απάνου και στους ώμους, φυσώντας, μες στα χώματα.

Ο γιατρός σίμωσε, έπιασε το κερένιο χεράκι του, το κοίταξε καλά στα μάτια, και φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του: — Πόσων χρονών είνε το παιδί σου, κυρά μου; — Δεν έκλεισε το μαύρο τα έξη χρόνια ακόμα... — Και από πιο χωριό έρχεστε; — Πού χάθηκε το χωριό για μας, αφέντη μου.

Ο γιατρός την παρηγόρησε, κουνώντας το κεφάλι του, έγραψε μια ρετσέτα γρήγορα-γρήγορα, την έδωσε στο φαρμακοποιό, φόρεσε το καπέλλο του και φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του, φώναξε, φεύγοντας: — Ε κουράγιο, γερόντισσα, ό, τι είν' απ' το θεό, θα γίνη. Παίρνεις αυτό το γιατρικό που θα σου δώσουν και να του δίνης μια κουταλιά την ώρα. Είνε πληρωμένο, δεν κάνει τίποτα.. .γειά σας...

Αυτά 'πε δοκιμάζοντας, αλλά δεν απατιόνταν ο νους μου ο πολυπόθητος και αντείπα εγώ με δόλο• «το πλοίο μου εσύντριψεν ο σείστης Ποσειδώνας, κατάβραχ' όπως το 'σπρωξεκάποια της γης σας άκρα, και άνεμος από την θάλασσα φυσώντας μου το 'πήρε, 285 κ' εγώ με τούτους ξέφυγα την υστερνή μου ώρα».

Ο μεγαλόσωμος γιατρός, φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του, σηκώθηκε. — Ε! τι έχει το παιδί σου γερόντισσα; — Μην τα ρωτάς, κυρ γιατρέ. Ένα μήνα τόρα άλαλο, από κάψα σε κάψα. Αχ! παιδάκι μου... Και σήκωσε το παλιοχράμι, ξεσκέπασε το παιδί της από το κεφάλι ως τα πόδια.

Είχε το λοιπόν αυτός εις ένα δάκτυλον πολλά δακτυλίδια· και ανάμεσα εις τα άλλα ένα πολλά μεγάλον, επάνω εις το οποίον έστεκε γραμμένον το Μέγα Όνομα του Θεού. Ο Αφρικός άπλωσε το χέρι του επάνω εις εκείνο το δακτυλίδι, διά να το βγάλη, και εν τω άμα εκατέβη από το ύψος του πύργου ένας μεγάλος όφις και φυσώντας του εις το πρόσωπον, τον έρριξε κατά γης αναίσθητον.

Είταν ως τριάντα χρόνων παιδί, μαύρος, με βλογοκομμένο πρόσωπο, με χοντρά μουστάκια, με μια πατατούκα μαύρη και με χοντρά χέρια. — Ε!, πατριώτη, μου δίνεις το τσιγάρο σου, ν' ανάψω έκαμε ο υπενωμοτάρχης. Εκείνος στάθηκε τότε, κιτρίνισε, ταράχτηκε, κι άπλωσε το χέρι του κι έδοσε το τσιγάρο του προς τον υπενωμοτάρχη που τον κοίταζε τόρα κατάμματα, φυσώντας τα ρουθούνια του.

Και η ψυχή τούτη μας έρχεται από τον ορμητικό τον άνεμο που ολούθε τώρα φυσώντας βαρυβογγά την απολύτρωση της γυναίκας.

ΧΟΡΟΣ Καν τώρα που ’ναι δίπλα σου, γιατί με τον καιρό μπορεί τη γνώμη στρέφοντας η Μοίρα σου να ’ρθή μεταλλαγμένη, μ’ άνεμο φυσώντας πιο απαλό, μα τώρ’ ακόμα μέσα της άγρια λαβρίζει οργή. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Και αλήθεια οι κατάρες λαβρίζουνε του Οιδίπου, και πολύ αληθινές οι ονειροφαντασιές μου που του πατρός μας την κληρονομιά μεράζουν. ΧΟΡΟΣ Εμάς, γυναίκες, άκουσε κι α δε μας στρέγης.

Φυσώντας τα κοντά, σκιστά ρουθούνια του έστεκε κει και κοίταζε πώς ο Σβεν γέμιζε με άμμο ένα τενεκεδένιο κουβαδάκι αργά και προφυλαχτικά, ή πως κάποτε άλλαζε το παιγνίδι αυτό με τη λιγότερο ταιριαστή διασκέδαση να τσαλαβουτά μέσα στο βαρέλι με το νερό.