United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΞΕΝΟΣ Κυρά μου, μη φοβάσαι πια· καλά είμαστ' εδώ πέρα. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Πάντα καλά νάσαι και συ και πάντα καλό νάχης που αληθινά με νοιάζεσαι και με φροντίζεις τόσο. Είσαι καλός και σπλαχνικός. Στρημώνετ' η Ευνόη μέσα στο πλήθος το πολύ· εμπρός, Ευνόη, σπρώξε, σπρώξε και συ. Πολύ καλά. Τέλειωσε. Όλες μέσα· όπως θε νάλεγε κι αυτός που κλει τη νύφη απόξω.

Κάργα, γέρο μάστορη! — Βρόντα! — Τζάνουμ! σπρώξε. — Σβύσε το! — Μπουφ! Μπουφ! — Ακόμα! — Κτύπα! Δύναμι! — Φόρτσα! — Δος μου χέρι! — Φόρτε! — Σώνει, μάστορη! — Δος του! — Βάρδα, Μάχτο! — Ωχ! κόμπιασα... — Ο διάβολος να σε πνίξη, πανούκλα! — &Χαρχανταίς, μανταίς και αντάραις&!

Θα μου λείψης· όμως πρέπει να λάβης την ελευθερία σου. — Έτσι, έτσι. — Τρέχα στο βασιλικό καράβι, αόρατος καθώς είσαι: εκεί θάβρης τους ναύταις αποκοιμημένους αποκάτου από το κατάστρωμα· αφού ξυπνήσης τον καραβοκύρη και τον πλωρήτη, σπρώξε τους εδώ, κ' ευθύς, παρακαλώ σε. ΑΡΙΕΛ. Καταπίνω τον αέρα μπροστά μου, και θα είμαι γυρισμένος πριχού ο κτύπος του σφυγμού σου δευτερωθή.

Διότι όσον και αν ήτο μίμος, δεν ηδύνατο εντελώς να μιμηθή την φωνήν του αληθούς Μάχτου. Τελευταίον η Αϊμά τω είπε·Διατί δεν θέλεις, Μάχτο, να έμβωμεν μέσα; — Δεν ανοίγει η πόρτα, εψιθύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε, Μάχτο· εσύ είσαι δυνατός. Ας είνε και άνθρωποι. Κτύπα να μας ανοίξουν. Και ταύτα λέγουσα, εκράτει την κεφαλήν της δι' αμφοτέρων των χειρών και εφαίνετο καταβεβλημένη.

Αυτά 'πε δοκιμάζοντας, αλλά δεν απατιόνταν ο νους μου ο πολυπόθητος και αντείπα εγώ με δόλο• «το πλοίο μου εσύντριψεν ο σείστης Ποσειδώνας, κατάβραχ' όπως το 'σπρωξεκάποια της γης σας άκρα, και άνεμος από την θάλασσα φυσώντας μου το 'πήρε, 285 κ' εγώ με τούτους ξέφυγα την υστερνή μου ώρα».

Ουρανοί, βρέξτε χάρι απάνου σ' ό,τι βλασταίνει ανάμεσό τους! ΦΕΡΔΙΝ. Τι κλαις; ΜΙΡ. Γιατί δεν είμ' άξια, και δεν τολμώ να προσφέρω εκείνο που ποθώ να δώσω, και τρέμω να δεχθώ εκείνο, π' αν το στερηθώ, πεθαίνω· αλλ' αυτά είναι μάταια· και εκείνο όσο περισσότερο πάσχει να κρυφθή, τόσο περισσότερο μεγαλώνει και φαίνεται. Μακρυά από μένα, εντροπαλή τέχνη! και σπρώξε με, άδολη εσύ και άγια απλότης!

Ο Σκούντας ήρπασε τον βραχίονά της και εβίασεν αυτήν να ανορθωθή. — Δεν μπορώ να περιπατήσω, Μάχτο, είπεν η νεάνις. Διατί δεν εμβαίνομεν εις αυτό το σπητάκι; — Είνε κλεισμένον, εμορμύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε νανοίξης την πόρτα. Και η Αϊμά εδοκίμασε με τας τρεμούσας χείρας της να ωθήση αυτή την θύραν προς τα έσω. Αλλ' η αντίστασις ήτο ισχυρά. — Βοήθησε, Μάχτο, είπεν ικετικώς η νέα.