United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εις το περιβόλι της ευτυχίας μου εφύτρωσε κένα φαρμακερό αγκάθι, που το λένε ζήλια. Και το πρώτο του κέντημα τώνιωσα μια μέρα πάκουσα να λεν οι γυναίκες πως ο Γιάννης του Ραφτογιώργη, ένα ώμορφο και γερό παλληκάρι είκοσι χρονών, αγαπούσε το Βαγγελιό και θα τη ζητούσε. Έπαιζα εκεί κοντά κιόταν άκουσα την ομιλία πετάχτηκα. — Και το Βαγγελιό αγαπά τονε;

Τότες στον Αία ο Έχτορας τινάζει το κοντάρι, που εκείνος τόδε απ' αντικρύ κι' απόφυγε το χτύπο 305 μόλις· μα του λιοντόκαρδου Βιφίτου γιο, το Σκέδη, των Φωκιωτών τον πιο γερό, που πύργο 'χε στημένα στο φημισμένο Πανοπιό, χωριών πολλών αφέντης, αφτόν βαράει κατάμεσα της κλείδας, κι' ήβγε ως πέρακάτου απ' τον ώμο προόριζα — τ' όπλου η χαλκένια μύτη. 310 Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.

Μάζεψε το πανί, πήρε μέσα το φλόκο κ' έβαλε τα κουπιά στους σκαρμούς, Οι βιολιτζήδες τα γύρισαν κι' άρχισαν πάλι τα πειράγματα. — Έλα, γέροπατέρα, άσε τώρα τα κουπιά και παίξε μας κανένα σκοπό, να θυμηθής τα ντέρτια σου, ως που να βγάλη η στεριά! είπε το Βιολί.

Η φιλοσοφία αυτή, αν και καθώς είπαμε ξεπεσμένη, δεν είταν κι όλως διόλου σοφιστική. Για δαύτο κι όσοι είχαν κεφάλι γερό, καθώς ο Αθανάσιος, δε δυσκολευτήκανε να διαλέξουν τα γερά τους στοιχεία και να δυναμώσουνε μ' αυτά τη Χριστιανωσύνη.

Τότες γυρνάει στο Νέστορα και λέει ο Αγαμέμνος «Κανείς αλήθια, γέρο μου, στους λόγους δε σου βγαίνει. 370 Ε και αν σούχα, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, ως δέκα συβουλάτορες μονάχα ναν του μιάζουν! Γλήγορα τότες θάβλεπαν γονατιστή την Τροία και σκλαβωμένη απ' τα βαριά να ρημαχτεί σπαθιά μας.

Δε φαίνεται σχεδόν άλλο τίποτε από ρόδα κι από την πόρτα μπαίνει μια γυναίκα μόνη. Κρατεί στα χέρια ένα παιδί και το παιδί είναι νεκρό. Δε θέλει ναγγίση άλλος κανείς το αγαπημένο της και με τα ίδια της τα χέρια, που δεν τρέμουν, το τοποθετεί στην κάσα. Του βάζει στην αγκαλιά ένα μικρό ξύλινο μαλλιαρό σκυλάκι, που αγαπούσε να κοιμάται μαζί του όταν είτανε γερό και κανείς δε στοχαζότανε το θάνατο.

Άμα επάτει τις εις το λιθόστρωτον, αφού άφηνεν οπίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του Καφτάνη και το παληόσπιτον του γέρο- Παγούρη με την τοιχογυρισμένην αυλήν, ευρίσκετο απέναντι εις το σπίτι του Χατζή-Παντελή, με τον αυλόγυρον σύρριζα εις τον βράχον.

Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου! — Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις; Αν σε βαστά μην το κάμης! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κ' επήραμε τον δρόμο. Ο ΓεροΜούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από την θύρα του χανιού.

ΠΛΩΡ. Απ' όλα το καλύτερο είναι, ότι βρίσκομε γλυτωμένους τον βασιλέα με τη συντροφιά του· δεύτερα, το καράβι μας, που εδώ και τρεις ώρες τώχαμε παραδώσει για τσακισμένο, σώζεται γερό και ωραία ευτρεπισμένο, απαράλλακτα ωσάν την ώρα που το πρωτορρίξαμε στο πέλαο. Κύριε όλα τούτα τάκαμ' από τη στιγμή που σε άφησα. Επιδέξιο μου Πνεύμα!

Έννια σου! σα σε βρω ξανά, σου πίνω εγώ το αίμας, αν έχω δα κι' εγώ θεούς βοηθητικούς μου κάπου. Μα τώρα πάω τ' ασκέρι σου να σφάξω, όπιον πετύχωΈτσι είπε, και μεσόσβερκα το Δρύοπα ακοντίζει 455 και τον σωριάζει εκεί μπροστά στα πόδια του. Κατόπι αφίνει αφτόν, κι' άντρα γερό λεβέντη, το Δημούχο, πεδούκλωσε, μια κονταριά στο γόνα σφίγγοντάς του, και με τη σπάθα του έπειτα τον τέλιωσε για πάντα.