United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε δε προχωρήση το γλέντι κι' εγώ έπαιζα κάποιον λυρικόν σκοπόν, ο χωρικός εσηκώθη να χορέψη, η Κροκάλη εχειροκρότει και η διασκέδασις επήγαινε λαμπρά• αλλά τότε ακούσαμε φωνές• εκτυπούσαν στην πόρτα της αυλής και μετ' ολίγον ώρμησαν μέσα έως οκτώ νέοι πολύ δυνατοί, ήτο δε μαζή των και ο Μεγαρεύς. Αμέσως μας έκαμαν άνω κάτω και έρριψαν χάμω τον Γόργον, όπως είπα, και τον εποδοπατούσαν.

Εγώ έπαιζα τον Φριτζ εις την «Μεγάλην Δούκισαν» και έπειτα τον «Κυανοπώγωνα». Με επροσκαλέσατε μίαν Κυριακήν μαζί με τας τρεις μου γυναίκας να φάγωμεν ένα αρνί εις την Πεντέλην. Ταύτα μου ενθύμιζαν ευχαρίστους νεανικάς ημέρας. — Και τι απέγειναν, ηρώτησα, αι τρεις σου γυναίκες; Η Αλαϊζά τι κάμνει; — Ξετρελαίνει τους Βεδουίνους εις το Αλγέρι. — Η Ζουάννα που είνε;

Μαθαίνει κανείς γρήγορα τη ζωή, όταν γεννιέται εκεί που γεννήθηκα εγώ. Κι εσύ όμως γνωρίζεις τη ζωή, με τον τρόπο σου, και γι’ αυτό καταλάβαμε ο ένας τον άλλο παρόλο που μιλάμε διαφορετική γλώσσα. Θυμήσου όταν κατέβαινα στο κτηματάκι…. Έπαιζα και έβαλα ψεύτικη υπογραφή επειδή ήθελα να πληρώσω τον Λιμενάρχη και να του κάνω καλή εντύπωση επιστρέφοντας. Θα έλεγε: ο δυστυχισμένος, ορθοπόδησε.

ΠΑΡΘΕΝΙΣ. Ο στρατιώτης ο Αιτωλός εκείνος ο αψηλός, ο αγαπητικός της Κροκάλης, μ' εκτύπησε, γιατί μ' ευρήκε στης αγαπητικιάς του, όπου με είχε πάει με πληρωμή να παίξω ο Γόργος ο αντεραστής του. Αυτός μούσπασε τους αυλούς. Ενώ διεσκέδαζαν και εγώ έπαιζα, ώρμησε μέσα ο Αιτωλός, μου άρπαξε τους αυλούς και τους τσάκισε, αναποδογύρισε το τραπέζι και έχυσε το κρασί.

Μαζί μου διεσκέδαζαν οι σύντροφοί μου όλοι, κι' όταν ορθός απήγγελλον χωρία του Ομήρου, 'γελούσαν και οι Έλληνες, 'γελούσαν κι' οι χαχόλοι. και ήκουα τα σκώμματα βαναύσου ποδογύρου. Εις ό,τι και αν ήθελα ωραίον να ειπώ, τα βέλη με ετόξευαν της ειρωνείας όλων, με άλλους λόγους δηλαδή, χωρίς να εντραπώ, σας λέγω ότι έπαιζα Αγαθοπούλου ρόλον.

Αλλ' εις το περιβόλι της ευτυχίας μου εφύτρωσε κένα φαρμακερό αγκάθι, που το λένε ζήλια. Και το πρώτο του κέντημα τώνιωσα μια μέρα πάκουσα να λεν οι γυναίκες πως ο Γιάννης του Ραφτογιώργη, ένα ώμορφο και γερό παλληκάρι είκοσι χρονών, αγαπούσε το Βαγγελιό και θα τη ζητούσε. Έπαιζα εκεί κοντά κιόταν άκουσα την ομιλία πετάχτηκα. — Και το Βαγγελιό αγαπά τονε;

Έβλεπα τα χωράφια μου, που πηδούσα, σαν ζαρκάδι, με τα ομόηλικά μου, κι' έπαιζα τ' αγαπημένα μου τα παιγνίδια, που δε μπορούσα να τα χορτάσω ποτέ.