United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το καρφίον δεν απεσπάτο ευκόλως. — Τι είναι αυτά, Νίκο! Δεν αρκεί ότι ωτακουστούμεν, θ' αρχίσωμεν τώρα και ν' ανοίγωμεν τους τοίχους! Ο Νίκος δεν απεκρίθη, αλλ' εξηκολούθησε την εργασίαν του. Το καρφίον ενδίδον εις τον κλονισμόν των δακτύλων του εχαλαρώθη βαθμηδόν και εξήχθη από τον τοίχον και από το κέντημα.

Φοραίς φοραίς το κέντημα κεντούσε με τραγούδια, Φοραίς φοραίς πισώρριχνε τα ξέπλεγα μαλλιά της, Κι' αγνάντευε το πέλαγο που απλώνονταν μπροστά της, Και γκαρδιακά αναστέναζε κ' εχτύπαγε τα στήθηα, Γιατ' αγριεμένο τώβλεπε, μαύρο, φουρτουνιασμένο· Κι' αυτή είχε λόγο, στο γιαλό να κατεβή το βράδυ, Κι' απ' το νησί ταντικρυνό, που χάνεται στο κύμα, Ο αγαπημένος της ναρθή, να πουν τον έρωτά τους.

Όλον λοιπόν τούτο το δέρμα η θεότης εκέντει ολόγυρα διά πυρός, αφού δε ετρυπήθη, και το υγρόν εφέρετο έξω δι' αυτού, το μεν υγρόν και θερμόν, καθ' όσον ήτο καθαρόν, απ- ήρχετο, το δε μικτόν εκ των στοιχείων, εκ των οποίων ήτο και το δέρμα, ωθούμενον άνω υπό της ιδίας αυτού ορμής, εξετείνετο μακράν, έχον λεπτότητα ίσην με το κέντημα.

Βελονιές μυριάδες, μικρές βελονιές, σχημάτιζαν απάνω της το περίπλοκο κέντημα των πόνωνπου δεν το ζωγράφισαν ποτέ χέρια φτωχής κόρης σε δαντέλλα μηδέ τ' άστρα στον ουρανό. Κάτου απ' το πεύκο η πεθαμένη καρδιά εστέναζε κι' έλεγε. — Δε στενάζω που η πληγές μου ήταν μυριάδεςμόνο στενάζω που ήταν τόσο μικρές, που ήταν βελονιές.

Λυγερή! — Καλώς μου τον λεβέντη! — Τι νάναι αυτό το κέντημα; — Του γάμου μας το δώρο, Που θα σου δώσω, Κωνσταντή κι’ αρραβωνιαστικέ μου, Την Κυριακή του γάμου μας την άγια εκείνη ημέρα, Που θα μας βάλη ο παπάς τα τίμια μας στεφάνια, Μπρος στο Βαγγέλιο το ιερό και μπρος την Παναγία, Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους. Ιδέ και πε μου, Κωνστανή, καμάρι της καρδιάς μου.

Κι’ ο Κωνσταντής περίφανος για τα κεντήματά της, Πνιγμένος από τη χαρά γυρίζει και της λέγει: — Τι λες, Χρυσάιδω μου γλυκειά; Τι λες, χρυσό μου ταίρι; Και ποια άλλη μπόρεσε ποτέ και ποια άλλη θα μπορέση Στον κόσμο τέτοιο κέντημα χιλιόπλουμο να φκιάση; — Κι’ όμως μου φαίνεται να λες, σαν κάτι να του λείπη. — Αλήθεια κάτι λείπεται π’ αυτό το κέντημά σου.... Αλήθεια μες στ’ αμέτρητα και πλούσια του κεντίδια, Του λείπεται ένα, που έπρεπε καθόλου να μη λείπη.... Αχ! ένα που είχαμε ποτε και που μας λείπει τώρα!

το μέγαρο σκορπίσθηκαν, ως τρέχουν αγελάδαις όταν με κέντημα συχνό ταις συνταράσσ' η μύγα, 300 εις τον καιρό της άνοιξης, 'που 'ναι μεγάλ' η 'μέρα· και, ως χύνονται κυρτώνυχοι, κυρτόμυτοι, πετρίταις από τα όρητα πουλιά, κ', ενώ τούτ' αποφεύγουν τα νέφη, και όλα κρύβονταιτο σιάδι, τ' αφανίζουν άξαφνα εκείνοι, ώστε φυγή και αντίστασις δεν είναι· 305 καιτο κυνήγι οπού θωρούν οι άνδρες διασκεδάζουν· όμοιατο δώμα χύθηκαν εκείνοιτους μνηστήραις κ' εδώ κ' εκεί τους έκρουαν και αυτοί φρικτά βογγούσαν, ως κρούονταν η κεφαλαίς, και ο πάτος έβραζ' αίμα.

Και τέλειονε το κέντημα, το χιλιοξομπλιασμένο, Κεντώντας πόλη κάτασπρη κοντά σε περιγιάλι, Με μάρμαρα πελεκητά και χρυσοσκαλισμένα, Και στην κορφή πανέμορφο βασιλικό παλάτι, Οπού έχει μέσα βασιλιά κι’ απανωθιώ σημαία Γαλάζια-καταγάλαζια, μ’ άσπρο Σταυρό στη μέση, Και μες στη μέση του Σταυρού κορώνα στουροφόρα.... Κι’ αντίκρυ από του Βασιλιά το κάτασπρο παλάτι, Κένταγε βράχον ένδοξο, περίφανο, μεγάλον, Από τον ήλιο κόκκινο κι’ από τα χρόνια μαύρο, Και στην κορφή τον ξακουστό και θείον Παρθενώνα, Της Τέχνης άγιο λείψανο, του Ωραίου άγιο βήμα, Προσκυνητάρι σεβαστό του κόσμου πέρα ως πέρα.

Το ζερβί του χέρι ανάερο έσφιγγε ακόμη την άκρη από το κέντημα. Στο στήθος, στην κοιλιά και στα πόδια του κάθονταν ανάκατα βιβλία και συντρίμμια· άλλα συντρίμμια σκέπαζαν απ' άκρη σ' άκρη το πάτωμα σαν ποταμού κατεβασιά. — Θρήνος έγινε! είπε με φρίκη ο γιος του Χαγάνου. — Καταστροφή!... μεγάλη καταστροφή! είπε κι ο Περαχώρας με θλίψη.

Και το τραγούδι στην ανόθευτη Ελλάδα από τον ψευτοπολιτισμό, θεωρείται ως συστατικό ωμορφιάς. Ξέξασπρος = πάρα πολύ άσπρος. Συχνότερα εκφέρεται με το άσπρος: άσπρος-ξέξασπρος=λευκός-λευκότατος. Το κέντημα, αν δε θεωρήται ως συστατικό ωμορφιάς, θεωρείται όμως ως συστατικό νοημοσύνης, εξυπνάδας, από την οποία πρέπει να παρακολουθήται η ωμορφιά, για να είνε τέλεια.