United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι Έλληνες οι τωρινοίΕλλαδίτες και Τουρκομερίτες, ― βρίσκουνται στη θέση που είταν οι Ιταλοί πριν από τα 1868. Φίλε ποιητή, ΠΩΣ μπορώ να κρίνω ένα τέτοιο ποίημα; Δε θα σας πω τη γνώμη μου, μα μερικά μου συναισθήματα, σαν το διάβαζα. Πριν να μου το στείλετε σεις, το είχα πάρει και το διάβαζα ανάκατα. Ύστερα το ξαναδιάβαζα πάλι έτσι. Και τώρα το πήρα από την αρχή.

Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γέρο-αλογολάτης «Τέλιωσαν ναι έτσι αφτά όπως λεςαφτή είναι η μάβρη αλήθειακι' αλλιώς δεν τα τελιώνει πια μήτε ο μεγάλος Δίας· τι το τειχί πάει έπεσε, π' ολπίζαμε θα μείνει 55 κάστρο για μας απάτητο, ταμπούρι της αρμάδας, κι' αφτοί σα σκύλοι πολεμούν, με πείσμα, να μας πάρουν τα πλοία, και δε βγάζεις πια, και μια και διο αν κοιτάξεις, που πιο ο στρατόςζερβά ή δεξάτσακάει κακοπαθαίνει· τόσο έτσι πέφτει ανάκατα, κι' αχεί η φωνή ως στα ύψη. 60 Μα ας δούμε, αδρέφια, αφτή η δουλιά πώς να γενεί, αν μας βγάλει τίποτα η σκέψη· όμως εμείς δε γίνεται να μπούμε μες στη σφαγή, τι δε βαστάει σε μάχη ο λαβωμένος

Το ζερβί του χέρι ανάερο έσφιγγε ακόμη την άκρη από το κέντημα. Στο στήθος, στην κοιλιά και στα πόδια του κάθονταν ανάκατα βιβλία και συντρίμμια· άλλα συντρίμμια σκέπαζαν απ' άκρη σ' άκρη το πάτωμα σαν ποταμού κατεβασιά. — Θρήνος έγινε! είπε με φρίκη ο γιος του Χαγάνου. — Καταστροφή!... μεγάλη καταστροφή! είπε κι ο Περαχώρας με θλίψη.

Κ' οι λινοί, όμορφα άσπρα, κόκκινα, γαλάζια σπιτάκια, σκορπισμένα ανάκατα κάπνιζαν· κόντευε μεσημέρι. Οι αργάτες τρυγούσαν παλληκάρια και κορίτσια, με τα καλάθια που τα γέμιζαν τα φορτόνουνταν στον ώμο τους, κι έρχουνταν κι άδειαζαν τις σταφίδες στ' αλώνια.

Στα πρόχειρα τραπέζια πάνω ήβλεπες μαχαιροπήρουνα γερά και σπασμένα, μικρά και μεγάλα, και φλιτζάνια καθένα με το χρώμα του και πιάτα βαθειά και απλωτά, καλά και πρόστυχα και μερικά μισοσπασμένα, όλ' ανάκατα βαλμένα εδώ κ' εκεί με αμέλεια, χωρίς καμμιά τάξι, γιατί εκείνο που δουλεύει στους χωριανούς, είνε η παλάμη και τα δάχτυλα.

Μα το σπίτι δεν έδειχνε καθόλου πως είχε λείψανο. Τα πορτοπαρέθυρά του ήταν ορθάνοιχτα και μπαινόβγαινε ο ήλιος σα χρυσοφορεμένος γαμπρός. Στην αυλή μελισσολόι ο κόσμος· ντόπιοι και ξένοι ανάκατα. Γιατί μέσα στο χωριό και στ' άλλα περίγυρα δεν ήταν άνθρωπος που να μην ήξερε την κυρά Πανώρια. Άλλος απ' ακουή κι άλλος από ιδεί όλοι την ήξεραν κι όλοι τη λάτρευαν.

Πώς από λάμψη πυρκαγιάς σηκώνουνται οι ακρίδες κι' ορμούν κατά τον ποταμό, κι' η φλόγα μιας ξεσπάσει καίει πάντα ακούραστη, κι' αφτές πηδούν το κύμα κύμα· έτσι κι' απ' του Πηλιά το γιο κυνηγητοί, του Ξάνθου 15 το λάλο ρέμα γιόμισαν ανάκατα άντρες κι' άτια.

Αν ήταν δυνατό, θα ανάγκαζαν οι δάσκαλοι τον Έλληνα να μην πάψει ποτέ να πηγαίνει στο σχολειό ως που να γίνει αρχαίος λίθος ή μούμια. Και οι γνώσες αυτές όλες, που αποθηκεύει ο Ρωμιός ανάκατα στο μυαλό του, μαζεύοντάς τες από τα σκολειά του, είναι μια μεγάλη φουσκαλίδα, που αφού σκάσει αφίνει το μυαλό του άδειο.

Υπάρχει μια παράδοση, που λέγεται η πομπή του θανάτου. Ο θάνατος είναι σκεπασμένος με λευκό μαντύα, το κρανίο του όμως μένει ξέσκεπο. Πίσω του έρχεται μια μακριά ακολουθία από νέους και γέρους ανάκατα κ' είναι τόσο μακριά ώστε χάνεται στο απέραντο και κανένας δεν μπορεί να δη το τέλος της. Ο θάνατος κρατεί στο χέρι ένα κουδούνι και φαίνεται πως μόλις το σήμανε.

Χωρίς να μπορώ να ξελαγαρίσω κάτι θολό κι άμορφο που καλοθρονιάστηκε επίμονα μέσα στην ψυχή μου και να ερμηνέψω με λόγια ό,τι τώρα, τούτη τh στιγμή, που ρίχνω στο χαρτί τις γραμμές μου αυτές, σφηνώθηκε μέσα στη σκέψη μου, γεννημένο ίσως αυτόματα από την όλη δράση του κι από την όλη πνευματική του εργασία που είναι απλωμένη ανάκατα, δίχως τάξη, στη θύμηση μουχωρίς να μπορώ λοιπόν να το ξελαγαρίσω αυτό που μου συμβαίνει, μούρχεται να πω πως έτσι θάπρεπε να πεθάνει ο άνθρωπος ο ξεχωριστός, που είχε σ' όλη τη ζωή του οδηγό το ΧΡΕΟΣ και που έναν αφέντη μοναχά ένιωσε πάντα πάνω του το ΠΡΕΠΕΙ το αδυσώπητο . Δεν ξαίρω, δε μαθεύτηκε, τι είπε σαν τονέ σωριάζανε καταγίς οι σφαίρες, οι ηρωικές . Αν τον άφιναν οι σφαίρες και οι λογχισμοί να πει μια λέξη, σίγουρα η λέξη αυτή θα είταν κείνο που βροντοφώναξε μέσα στο πρώτο του βιβλίοκαι θα το είπε σαν ευκή ολόψυχη προς την Πατρίδα του, που τόσο την αγάπησε και που τόσο τίμια σ' όλη του τη ζωή την υπερέτησε: ― Σώνουν οι μάρτυρες!.. ..