United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς από λάμψη πυρκαγιάς σηκώνουνται οι ακρίδες κι' ορμούν κατά τον ποταμό, κι' η φλόγα μιας ξεσπάσει καίει πάντα ακούραστη, κι' αφτές πηδούν το κύμα κύμα· έτσι κι' απ' του Πηλιά το γιο κυνηγητοί, του Ξάνθου 15 το λάλο ρέμα γιόμισαν ανάκατα άντρες κι' άτια.

Μηδέ έχει τ' αργυρόγοργο ποτάμι να σας σώσει, 130 ο Ξάνθος, που συχνά πολλούς του σφάζετε βουβάλους και ζωντανά τού ρήχνετε πολλά άτια μες στο κύμα· μα κι' έτσι θα σας τρώει οχιά, ως να πλερώστε τέλος του βλάμη εδώ το θάνατο, των Αχαιών τα πάθια, που στα γοργάσαν έλειπατους σφάζατε καράβια135 Έτσι είπε, κι' άναψε θυμό στα σπλάχνα του ποτάμου.

— Ε, βρε παιδιά, τι να γένη! είπεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος, έχων τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα των Χριστουγέννων, όπως-όπως, οπού και αν ευρίσκετο. Συντροφιά με την θάλασσαν, βρε παιδιά, θα τα πούμε τα Χριστούγεννα. Επάνω στο κύμα· σιμάτον αφρόν.

Τότε κρατούμενος από εκείνο το ξύλον επήγαινα όπου με έφερε το κύμα· επέρασα το επίλοιπον εκείνης της ημέρας, και την ερχομένην όλην νύκτα παλαίοντας με τα κύματα της θαλάσσης· απελπίσθηκα και καρτερούσα τον θάνατον, μη έχοντας πλέον ελπίδα σωτηρίας· όταν, προς την αυγήν βλέπω ότι ήμουν πλησίον εις ένα νησί και ένα κύμα αιφνίδιον με έρριψεν εις το περιγιάλι.

Άσ' τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχη, ας oρίζη το αέρι τιμόνι, πανί, τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει, είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί· η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα· ας το φέρη όπου θέλει το αέρι, όπου ξέρει το αέρι.

Χειμώνακαλοκαίρι οργώνουμε ακατάπαυστα το κύμα· κύμα άβουλο, άκαρπο, αχάριστο σ' εμάς σαν το στειρολίθαρο. Βώδια καματερά στη βουκέντρα της Ανάγκης υποταχτικά θ' αυλακώνουμε το αρμυρό χωράφι μόνον τη φάκνα μας έχοντας ανταμοιβή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν' αφήσουμε λίγο τον κάματο. Δεν λέγω πως θα μείνουμε και τόρα ήσυχοι.

Τέλος πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, αξιώτερος και πλέον χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της τρόμπας και βρίζοντάς την, τρέχει και ξαπλώνεται τ' ανάσκελα στο κατάστρωμα. — Μωρέ, σκυλί! του φωνάζει ο καπετάν Μπισμάνης, — τι κάνεις; — Δεν μπορώ πια. — Μωρέ θα χαθούμε! εδώ έχουμε τσ' ελπίδες μας. — Ας χαθούμε· έτσι κ' έτσι θα μας φάη που θα μας φάη το κύμα· κάλλιο μια ώρ' αρχήτερα.

Πάλι καρδιά και δύναμη του φοβερού Διομήδη τούδωκε η κόρη του Διός, για να φανεί μες σ' όλους τους Αχαιούς κι' αθάνατο να κάνει τ' όνομά του. Απ' την ασπίδα τούκαιγε κι' απ' το χαλκένιο κράνος φωτιά άσβυστη, λες είτανε το θερινό τ' αστέρι, 5 π' απ' όλα αστράφτει πιο λαμπρό αφού λουστεί στο κύμα· τέτια απ' τους ώμους τούκαιγε κι' απ' το κεφάλι φλόγα!

Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων. . . Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ' έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει.

Κι' ένα φεγγάρι εδώ αν αργείς το τέρι σου να σμίξεις, στενάζεις μες στ' ανάφρυδο καράβι σα σε σπρώχνει αλάργα η βαρυχειμωνιά και τ' αγριεμένο κύμα· μα εμείς, μας βρήκε ο έννατος που κυκλοφέρνει χρόνος 295 ασάλεφτους εδώ. Για αφτό δεν είναι κατηγόρια που τα παιδιά ανυπομονούν να φύγουν. Μα και πάλι ντροπής καιρό να λείπουμε και να γυρίσουμε άδιοι.