United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Στόικος, φίλε μου, το καταφρόνιο του κόσμου, ο χοντροκέφαλος ο Στόικος, που αναθράφηκε με γουρουνάκια στον τόπο του, που θράφηκε με τη λέρα στην Πόλη, που δεν το λογαριάζεις για τίποτις το μισοξουρισμένο κεφάλι του, που συνήθισες από μικρός να τον περιφρονάς, αυτό το στρείδι μέσα στη λάσπη, είναι στρείδι που φυλάγει στα σπλάχνα του το μαργαριτάρι της τύχης, της τύχης που τονε συγγένεψε με το μεγαλαδύναμο το Ξανθό Γένος, που το καμαρώνουμε για δικό μας, μα ο Στόικος τόξερε πως το είχε μαζί του, και πως γραμμένο είτανε να κατέβη μια μέρα και να το στεφανώση με δάφνες, για να το χωρέση και μας ο νους μας πως αυτός είναι ο διαλεχτός ο λαός του, κι όχι εμείς, τα έρημα τα ψυχοπαίδια της τύχης.

Κι' οι προεστοί των Αχαιών μαζέφτηκαν κατόπι στον Αχιλέα ολόγυρα και τον περικαλούσαν να φάει και κάτι, μα όχι αφτός τους έλεγε βογγώντας «Να ζήστε, αδρέφια, αν μ' αγαπά κανείς σας, μη μου λέτε 305 ψωμί ή κρασί προτύτερα στο στόμα μου να βάλω, γιατί έχω μες στα στήθια μου τα σπλάχνα ματωμένα. Κι' ως να νυχτώσει αν καρτερώ, σας λέω μη με φοβάστε

Έλειψε πάει ο ερωτόθυμος γαμπρός που θ' αναδείξη τροφαντά μ' ένα σφιχταγκάλιασμα τα σπλάχνα της. Ούτε ζευγάς, ούτε βουκόλος, ούτε αμπελουργός φαίνεται πουθενά. Τα δάση κάηκαν είτε ξεράθηκαν. Τα ποτάμια γίνηκαν νεροσυρμές και τα ρυάκια στράτες. Αγρίεψαν τα ήμερα δέντρα και οι καρποί τους γίνηκαν στυφοί και λιγοστοί.

Και πού να με τρομάξη, που άλλη ελπίδα δεν έχω! Ψεύτικη ελπίδα κι αυτή! Αν είτανε βλαστάρι τρυφερό η ζωή μου, ένας του ανασασμός θα με μάραινε, μια του δρεπανιά θα με θέριζε. Τον παρακαλείς το Χάρο, και δε σε παίρνει. Τονέ φοβάσαι, σαΐτα γίνεται και σε προφταίνει. Να τα τα τρία καντήλια, να το το τρίδιπλο μνήμα. Να το το χώμα που τα μαυροτρώει τα σπλάχνα μου!

— 'Σ τα χέρια σου, Θανάση, Αλυσωμένα, θα φανή και θα με μαρτυρήση. — Εδώ... 'ς το στόμα... γρήγορα... φέρε το...πίθωσέ το. Του τώδωκε ο Ομέρπασας. 'Σ τη φλογερή χαρά του Ταρπάζει εκείνος, το φιλεί, δεν το χορταίνει ο Διάκος. Ακόμα τανασπάζεται και κοινωνιά στερνή του Το καταπίνει λαίμαργα, λες κ' ήθελε να σώσητο είδωλό του το γλυκό τα σπλάχνα του κιβούρι. Πλακόνει ωστόσο κι ο Κιοσές.

Μα η Ήρα ανέβηκε γοργά στο Ξέφαντο, την άκρη της Ίδας· και την είδε εκεί του Κρόνου ο γιος ο Δίας, την είδε κι' έρωτας βαθύς του διάβηκε τα σπλάχνα, σαν τότε όταν πρωτόσμιγαν και πάγαιναν μ' αγάπη 295 συχνά να κλεφταγκαλιαστούν κρυφά από τους διο γονιούς τους.

«Πάλι σας χαιρετώ, παλικάρια, που χάρη νάχετε τα ηρωικά σας ονόματα, και δεν σας παίρνουνε για αποβγάλματα της Φραγκιάς! Που σπίθες πετούνε τα μάτια σας, μα σπίθες που δε μυρίζουν μπαρούτι! Που ο Άρης την πήρε τη φλόγα του από την όψη σας, και σας αφήκε τα ρούχα του μοναχά! Καλή μας τύχη, παιδιά μου, που η Φύση κάμνει και θάματα κάποτες. Βγάζει κάποτες και δράκους από τα σπλάχνα της σαρδαναπαλιάς.

Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι' ο πόθος μουτα στήθη, Κι' απ' άφαντο, κι' απ' άπλερο πουλάκι, σταυραητέ μου, Μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια Και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει· Κ' έγεινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχειό και δράκος Κι' εφώλιασε βαθιά-βαθιά μέσ' 'ς τ' άσαρκο κορμί μου Και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει την νιότη.

Αγάπη στα σπλάχνα τους δεν είχαν οι μικροπολίτες· δε ζεσταίνουνταν η ψυχή τους, δεν τους έβλεπες να κλαιν ή και να δακρίζουν, όταν καμιά ιδέα μεγάλη, μ' όλη της την ομορφιά, ξεφανερώνουνταν μπροστά τους. Παινιούνταν αναμεταξύ τους, γιατί ήθελε ο καθένας κάτι να φανή· παινούσε για να τον παινέσουν.

Άρχισε τότε πρώτα ο γιος ναν τους μιλάει του Κρόνου «Ήρθες, θεά, στον Έλυμπο, κιας έχεις τόση λύπη π' αξέχαστος σου καίει καημός τα σπλάχνα... ναι το ξέρω... 105 μα κι' έτσι θα σ' το πω γιατί σούστειλα λόγο νάρθεις.