Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Ποτέ δεν επίστευον, ότι θα έχω τόσην τύχην εις το ταξείδιον τούτο. — Αλήθεια; Το λογαριάζεις τω όντι δι' ευτυχίαν, είπεν η κόρη, πλαγιάζουσα την κεφαλήν και υπόπτως ατενίζουσά τι, ή με κολακεύεις μόνον; Κύτταξε εδώ, θα ταξειδεύσωμεν μαζί έως εις την Μασσαλίαν, διότι, καθώς ήκουσα, και συ πηγαίνεις εις Παρισίους. — Τι ιδέα! είπον εγώ επιτιμητικώς, να νομίζης πως σε κολακεύω.
Δεν λογαριάζεις περιεσκεμμένως την φύσιν, συ ανήρ τόσης ηλικίας και όστις έχεις ακούσει λόγους, και αν τίποτε άλλο δεν είσαι, είσαι Αθηναίος και γνωρίζεις το κοινόν βέβαια τούτο και από όλους λεγόμενον, ότι ο βίος είναι μία παρεπιδημία και ότι πρέπει, αφού διέλθωμεν τούτον μετριοπαθώς, με ευθυμίαν και μόνον χωρίς να παιανίζωμεν να απέλθωμεν όπου πρέπει; Το να κρατούμεθα όμως από την ζωήν τόσον τρυφερώς και τόσον δυνατά ως νήπια δεν είναι ίδιον σκεπτομένης ηλικίας.
Και σα θες να μάθης και περσότερα, οι κακές γλώσσες λένε πως απαντηθήκανε κρυφά πολλές φορές μες στις κουμαριές και πως και λόγο έδωκε μαθές της παπαδιάς για να την πάρη». Έκανα και πάλι το σταυρό μου. «Με γεια του, με χαρά του, λέω. Μα ποιος τον κυνηγούσε και τόσο βιάστηκε; Με το καλό θα γυρίζαμε μια μέρα». «Λογαριάζεις, μου λέει, ο λοστρόμος, καλή του ώρα!
Γερνάει κανείς και ξαναμωραίνεται», απάντησε εκείνος με μια αόριστη κίνηση. «Τώρα είμαι εδώ… Ας μη μιλάμε πια γι’ αυτό.» «Και τώρα, τι λογαριάζεις να κάνεις; Θα γυρίσεις στον Πρέντου ή μήμπως, όπως λέει ο κόσμος, είναι αλήθεια ότι έγινες πλούσιος; Γιατί δεν αφήνεις κάτω αυτό το δισάκι; Θα πάρεις κάτι εδώ, μια μπουκιά έστω.» «Πρέπει να φύγω, ντόνα Έστερ μου… Ήρθα μόνο για να σας χαιρετήσω.» «Θα μείνεις εδώ μέχρι αύριο», είπε η Νοέμι και με μια αιλουροειδή σχεδόν κίνηση του πήρε το δισάκι και το τοποθέτησε πιο πέρα επάνω στον πάγκο.
Είπε, μα δεν της έκρινε ο συγνεφοσυνάχτης, Μον ώρα κάθουνταν πολλή δίχως να βγάζει λέξη. Κι' η Θέτη καθώς τούπιασε το γόνα, το βαστούσε πάντα σφιχτά, και ξαναρχής δεφτέρωσε το λόγο «Πες πια το ναι έτσι αληθινά και τάξ' το μου, ή κι' αρνήσου — και τι σε μέλει αν αρνηθείς; — να μάθω θέλω εμένα 515 πόσο πιο λίγο απ' τους λοιπούς θεούς με λογαριάζεις.»
Ο θόρυβος των εργαλείων, τα οποία ο Νταντής, χωρίς να είναι ορατός, όπισθεν του ξυλοτοίχου, έρριπτεν ανά ένα μέσα στο ζεμπίλι του — σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ. — εξύπνησε και την λεχώ, την γυναίκα του. — Τ' είναι, μάνα; — Τι να είναι! . . . Ο Κωνσταντής ρίχνει τα σύνεργά του μέσ' το ζεμπίλι! . . . είπε μετά στεναγμού η γραία. — «Και βιο λογαριάζεις;. . » συνεπλήρωσε την παροιμίαν η Αμέρσα.
Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Καινούργιες ιστορίες έχουμε πάλι; Τι είνε αυτά τα ρούχα, άντρα μου; Δε λογαριάζεις τον κόσμο; Έχεις όρεξι δηλαδή να σε παίρνουν από πίσω όπου πας; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μόνο οι ηλίθιοι και οι ηλίθιες θα με παίρνουν από πίσω, γυναίκα μου. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έννοια σου και δεν περίμεναν ως τώρα για να σ' αρχίσουν στην κοροϊδία. Είνε πολύς καιρός που όλος ο κόσμος γελάει με τα καμώματά σου.
Λογαριάζεις με την αγάπη!...» Λες και ήτανε προφήτης. Όπως τώπε κέγινε. Σα γυρίσαμε μ' ένα μήνα στην πατρίδα, μάθαμε τα μαντάτα με το νι και με το σίγμα. Πήρε λίγο ανάσσα ο Μιχαληός ο Μακαράς, έστρηψε κ' ένα τσιγάρο και ξανάρχισε, βγάζοντας δυο σύννεφα απ' τα ρουθούνια του. — Να μη στα πολυλογώ, σα γύρισε στην πατρίδα με το βαπόρι, μια και δυο στου παπά.
ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα σωπάσης, αυθαδεστάτη. Σε όλα θέλεις ν' ανακατεύεσαι με τις κουταμάρες σου. Δεν μπορείς επί τέλους να μάθης να είσαι λογική; Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Εσύ δε θα κατορθώσης ποτέ να γίνης λογικός άνθρωπος· θα πηγαίνης πάντοτε από τρέλλα σε τρέλλα. Τι σκοπό έχεις, και τι λογαριάζεις να κάνης μ' αυτούς που μου περιμαζεύεις εδώ μέσα;
Θέλω ν' αποκτήσω πνεύμα και να ξαίρω να μιλώ και να συζητώ με σοφούς ανθρώπους. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μήπως λογαριάζεις στην ηλικία σου να πας στο σχολείο και να στις βρέχη με τη ρίγα ο δάσκαλος; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Γιατί όχι; Μακάρι να μου τις είχε βρέξει ο δάσκαλος όταν έπρεπε και να ήξαιρα ό,τι μαθαίνουν στο σχολείο. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Ω! ναι· η ρίγα θα σας είχε ισιώσει τα πόδια σας. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και βέβαια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν