Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι' ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά-σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι. Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.
Ούτως ωμίλησεν ο παπά-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ οσπρίων κ' ελαιών οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23 Δεκεμβρίου του έτους 186... Παρόντες ήσαν, πλην της παπαδιάς, των δύο αγάμων θυγατέρων και του δωδεκαετούς υιού, ο γείτονας ο Πανάγος ο μαραγκός, πεντηκοντούτης οικογενειάρχης, αναβάς διά να είπη μίαν καλησπέραν και να πίη μίαν ρακιά, κατά το σύνηθες, εις το παπαδόσπιτο, κ' η θειά το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ελθούσα διά να φέρη την προσφοράν της, χήρα εξηκοντούτις, ευλαβής, πρόθυμος να τρέχη εις όλας τας λειτουργίας και να υπηρετή δωρεάν εις τους ναούς και τα εξωκκλήσια.
— Ευχαριστώ, Πάτερ. Δεν τώχω πολύ διάθεσι. — Πάρε, ευλογημένε, δε θα σε πειράξη. Τσούγκρισαν δυνατά τα ποτήρια. — Υγεία και καλή ψυχή! Περαστικά της παπαδιάς. — Ευχαριστώ. Να δώση ο Θεός. Με την ομιλία των αβαπτίστων, ο λόγος έπεσε στη Φραγκιά. Ο Παπα-Παρθένης άρχισε να λέη για τις ταυρομαχίες, που είχε ιδεί μια φορά στη Βαρκελώνα. — Να ιδής, το αίμα, που λες, να τρέχη ποτάμι.
Η φωνή της παπαδιάς ακούστηκε απ' το διπλανό δωμάτιο: — Από τέτοια, ρώτα τον όσο θέλεις· τα ξέρει απόξω. Μόνο για τη βασιλεία του Ουρανού, μην τον ρωτάς! — Η ευλογημένη, με πειράζει πάντα! είπε ο παπάς κατσουφιασμένος. Ο Κυρ-Θανάσης δεν είπε λέξι. Έκλεισε το δεξί του μάτι και σηκώθηκε. — Ώρα είνε, Πάτερ, να σαφήσω ναναπαυθής. Είνε κ' η παπαδιά ανήμπορη και την ανησυχούμε με τις κουβέντες.
Ανέβηκε στο κατάστρωμα με τη λύπη και την απογοήτεψη ζωντανά σφραγισμένη στο πρόσωπό του., Από πάνω από το επίστεγο άκουσε να κατεβαίνει ο ήχος και τα λόγια τραγουδιού. Έμαθ' ο λαγός να μπαίνει έμαθ' ο λαγός να μπαίνει έμαθ' ο λαγός να μπαίνει μέσ' στης παπαδιάς τ' αμπέλι. Μαζί με τον ήχο συλλογίστηκε με ευχαρίστηση ότι θα μπορούσε κι' αυτός ν' αλλάξει την εκμυστήρεψή του σε τραγούδι.
Γιατί να βάλη τον πειρασμό μέσ' στο σπίτι του; «Ουαί τω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται». Αυτά κι' αυτά τον κάνανε τον παπά ν' αποζητάη την Ταρσίτσα. Ένα χέρι πάντα καλό θα ήτανε για τη λάτρα των παιδιών, για βοήθεια της παπαδιάς, για συντροφιά στο σπίτι. Ύστερα, κοντά στ' άλλα, η Ταρσίτσα είχε και το κομπόδεμά της, έξη-εφτά χιλιαδούλες.
Ευχές και προβοδίσματα. Φιλήσανε όλοι το χέρι του παπά. Τα μάτια της παπαδιάς ήτανε βουρκωμένα. Πήρε το βαρύ το σάλι απ' τον καναπέ και τύλιξε τον παπά από κεφαλής. Τραβήξανε όλοι κατά τη θύρα. Το ανηψίδι τραβούσε μπροστά, φορτωμένο το μπαούλο. — Να μην αργήσης, παπά. Καλό κατευόδιο. — Το θέλημα του Θεού! είπε ο παπάς κατεβαίνοντας τη σκάλα. Καλή αντάμωσι. Σε λίγο η παπαδιά έμεινε μοναχή της.
Και σα θες να μάθης και περσότερα, οι κακές γλώσσες λένε πως απαντηθήκανε κρυφά πολλές φορές μες στις κουμαριές και πως και λόγο έδωκε μαθές της παπαδιάς για να την πάρη». Έκανα και πάλι το σταυρό μου. «Με γεια του, με χαρά του, λέω. Μα ποιος τον κυνηγούσε και τόσο βιάστηκε; Με το καλό θα γυρίζαμε μια μέρα». «Λογαριάζεις, μου λέει, ο λοστρόμος, καλή του ώρα!
Μία μόνον μόλις κατεδέχθη να στρέψη την κεφαλήν προς τον θόρυβον και τον όγκον του κρινολίνου· μία υψηλή και ωραία μελαχροινή, ήτις εστέκετο μετά της παπαδιάς εις την τιμητικήν θέσιν, ενώπιον του προσκυνηταρίου. Η ακατάδεκτη αύτη ήτο η κόρη του Καπετάνιου, η μόνη που ανεγνώριζεν ως αντίζηλον η Μαργή.
Ήσαν ο παπά-Φραγκούλης μετά της παπαδιάς, της Βασώς και του Σπύρου, ο μπάρμπα-Στεφανής μετά του δεκαεπταετούς υιού του, όστις ήτο και ο ναύτης του, η θειά το Μαλαμώ, ο κυρ-Αλεξανδρής ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυρισταί και τέσσαρες προσκυνήτριαι. Την τελευταίαν στιγμήν προσετέθη και δέκατος έκτος. Ούτος ήτο ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργύρη, του αποκλεισμένου από τας χιόνας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν