United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο τρόπος αυτός δεν ήρεσεν εις τον Βαγγέλην, όθεν ούτος έσπευσε να προσθέση: — Ξέρεις, απ' το νόμο δεν έχεις κανένα δικαίωμα, τα γνωρίζω εγώ αυτά, ας είμαι και Τουρκομερίτης... Όσο δικαίωμα έχω εγώ να εξετάζω ποιοι και πόσοι έρχονται στο σπήτι σου και τι τους έχεις, αν είνε γενειά σου ή όχι, άλλο τόσο έχεις και συ να εξετάζης ποιον μπάζω στην κάμαρα, αφού το νοίκι σου τώχω πληρωμένο.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Να μου πης ακόμη ένα: αν οι άρχοντες του τόπου προστιμάρουνε κανένα πού θα βρη για να πληρώση; από το κοινό ταμείο θάταν άδικο να δώση. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα θα παύσουνε κ' η δίκες. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ώ τι κόσμος θα χαθή! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα κι' αυτό τώχω σκεφθή. Και γιατί να γίνουν δίκες, κακομοίρη; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Λόγου χάρι πρώτα-πρώτα για τα χρέη, που θ' αρνήτ' όποιος τα πάρη.

Έχουσα θάρρος πάντοτε ενώπιον της αγαθής Γερακούλας η ωχρά γειτόνισσα, επενέβαινεν άκλητος εις τοιαύτας οικογενειακάς συζητήσεις. Και μη ανεχομένη να βλέπη τόσον εύελπιν την καλοκάγαθον γυναίκα, επεθύμει να την ακούση μια φορά να βλασφημήση, διά να χαρή. — Καϋμό τώχω! έλεγε πολλάκις. — Ελπίζω λες; απήντησε τότε η Γερακούλα, πλήρης χριστιανικής λάμψεως.

Ανυπομονούσα να πάρω στο χέρι μου το τουφέκι κέκανα όνειρα για τα κυνήγια που θάκανα. Μετά τρεις μέρες ανεβήκαμε στον Αμαλό. Ο Βασίλης ήτο μεγαλείτερός μου κάμποσα χρόνια, νέος πλέον τέλειος. Όταν την αυγή ήρθε και με πήρε, είδα ότι είχε μόνο ένα τουφέκι κεφοβήθηκα πως με γελούσαν. — Και το δικό μου τουφέκι πούνε; Δε μούπες πως θα μου δώσης ένα τουφέκι να τώχω μοναχικό;

»Ξύπν' Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει, Γιατί εκοιμήθηκες τόσο βαρειά; Ξύπνα ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζει Να ιδής τα φράξα σου, τα κρύα νερά.» »Τα μάτια σου άνοιξε, ψυχοπατέρα, Να ιδής πού σ' έφερα σε μια βραδειά. Μεςτο λημέρι σου μ' ηύρηκ' η μέρα, Τώχω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά

Το φοβερό θέαμα του καταποντισμού, που έγγιξε μέσα σου όλη τη δύναμη της λύπης, εγώ με κάποιο εύρεμα της τέχνης μου τόσο ακίνδυνα τώχω διορίσει, ώστε ψυχή δεν είναι, — όχι, μηδέ τρίχα έχασε κανείς μέσα σ' εκείνο το καράβι, που άκουσες κ' εβόησε, που είδες κ' εβυθίσθηκε. Κάθισε· γιατί τώρα μέλλεις να μάθης περισσότερα.

Τι λες, παιδί μου; Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη η φωνή του Στάθη καλούντος έξωθεν της θύρας·Μάννα! . . . μάννα! . . . — Ποιος φωνάζει; Εσύ είσαι, Στάθη; Και η Ασημήνα προέκυψεν εις το παράθυρον. — Πες του Θανάση, εγώ τώχω το πορτοφόλι, και να ησυχάση. Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απεμακρύνθη. Ο Θανάσης εν μέρει μόνον κατεπραΰνθη. — Γιατί δεν ήρθε μέσα;

« Κ' ένοιωθε τα σαράκια. » σ. 139 Σαράκι . Το γνωστόν έντομον το νύχτα και ημέραν εργαζόμενον και διά της επιμονής αυτού τρίβον αρχαία ξύλα ή οστά. Πάντες βεβαίως γινώσκουσι τον μονότονον και έρρυθμον τρυγμόν του ζωυφίου τούτου και την δυσάρεστον εντύπωσιν ην προξενεί ιδίως εν ώρα νυκτός. Σαράκι , μεταφορικώς κρυφία θλίψις φθείρουσα ηθικώς τον άνθρωπον. « Τώχω σαράκιτην καρδιά. »

Δεν έχει χέρι για σπαθί, μάτι για το τουφέκι Αρματωλού παλληκαριά και κλέφτικο καμάρι, » Μην κλαίτε μαύρα μου παιδιά, καϋμένα παλληκάρια! » Εξήντα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης » Να κυνηγάω την Τουρκιά να πελεκάω πασάδες. » Μόν' τώχω ντέρτιτην καρδιά, τώχω βαρύ μαράζι » Πως σαν το μάθουν οι άπιστοι θα μπουντο σύνορό μου, » Θα μου πατήσουν τα χωριά, το πατρικό μου κόλι. » Για κόφτε το κεφάλι μου, βάλτε τοτην κοτρόνα » Να καταιβούνε τα πουλιά να το μοιρολογήσουν, » Να καταιβούν κ' οι σταυραητοίτα νύχια να το πάρουν. » Να πάνε να το στήσουνε ταμπούριτη φωλειά τους. » Και σαν οι Τούρκοι καταιβούντο σύνορο του Πάλλα » Να πάνε να το ρίξουνε ανάμεσα 'ς τ' ασκέρια, » Για να το ιδούν οι άπιστοι και πίσω να γυρίσουν. »

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα το θεό, είνε διπλή: τη μνήμη έχω μεγάλη σαν μου χρωστούν οι άλλοι. Μα το μνημονικό σωστό ποτέ δεν τώχω σαν χρωστώ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Έλα λοιπόν, νάσ' έτοιμος• καιοποίον λόγο κάνω σοφόν για τα μετέωρα, συ χύμηξέ του απάνω. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πώς; τη σοφία το λοιπόν θα γεύωμαι σαν το σκυλλί; Και τι κάνεις, πες μου εμένα, σαν της τρως από κανένα; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Βάλ' το ρούχο κάτω τώρα.