United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν έχει χέρι για σπαθί, μάτι για το τουφέκι Αρματωλού παλληκαριά και κλέφτικο καμάρι, » Μην κλαίτε μαύρα μου παιδιά, καϋμένα παλληκάρια! » Εξήντα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης » Να κυνηγάω την Τουρκιά να πελεκάω πασάδες. » Μόν' τώχω ντέρτιτην καρδιά, τώχω βαρύ μαράζι » Πως σαν το μάθουν οι άπιστοι θα μπουντο σύνορό μου, » Θα μου πατήσουν τα χωριά, το πατρικό μου κόλι. » Για κόφτε το κεφάλι μου, βάλτε τοτην κοτρόνα » Να καταιβούνε τα πουλιά να το μοιρολογήσουν, » Να καταιβούν κ' οι σταυραητοίτα νύχια να το πάρουν. » Να πάνε να το στήσουνε ταμπούριτη φωλειά τους. » Και σαν οι Τούρκοι καταιβούντο σύνορο του Πάλλα » Να πάνε να το ρίξουνε ανάμεσα 'ς τ' ασκέρια, » Για να το ιδούν οι άπιστοι και πίσω να γυρίσουν. »

Τα τραγούδια τους ήταν όλα τραγούδια της ζωής τους, του χωραφιού, της στάνης, του καλυβιού, της δουλιάς και της αγάπης τραγούδια και κάπου κάπου και κανένα της ξενητιάς. Κλέφτικο όμως τραγούδι ουδ' ένα δεν άκουσα. Μα κι ο χορός τους ακόμα δεν ήτον ο πολύδιπλος και ζωηρός εκείνος χορός οπώβλεπα στα χωριά των βουνών.

Η μάγισσα! . . . Και θα πήγαινε να την κόψη με το κλέφτικο γιαταγάνι του, εσκέπτετο· αλλά δύο ημέρας προτήτερα την είχε κόψει ο θάνατος, ένας πολύ κακός θάνατος, μαγίσσης θάνατος. Και μετά μικράν έκθαμβον σιγήν εψιθύρισε: Θάνατος αμαρτωλών πονηρός! Και εφίλησε την επιστολήν του υιού του σταυροκοπούμενος.

Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθήν, ήτις έβρεξε τα χείλη. Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το &Χριστός ανέστη&, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το &Χριστός ανέστη&, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο.

Τόσον οπού μίαν νύκτα ο γέρων οργισθείς πλέον αφορήτωςείχε του θυμού το πάθος ο γέρων βαρύτατονβλέπων τον υιόν του να χάνεται και την σκούναν του, την μαύρην με το άσπρο μπούρδο, να μουσκλιάζη εις το λιμάνι, ως παληο-κουρίτα, σηπομένη εν τω τέλματι, εξεκρέμασε το γιαταγάνι του, με μίαν χρυσωμένην λαβήν και με κόκκιναις φούνταις, οπού ήτο κρεμασμένον από πάνω από το κρεββάτι του, γιαταγάνι της επαναστάσεως, κλέφτικο γιαταγάνι, να το κόψη το παιδί του, θυσίαν εις την πατρικήν του απαίτησιν ωσάν ρωμαίος.

Τα τραγούδια τους ήταν όλα τραγούδια της ζωής τους, του χωραφιού, της στάνης, του καλυβιού, της δουλιάς και της αγάπης τραγούδια και κάπου κάπου και κανένα της ξενιτιάς. Κλέφτικο όμως τραγούδι ουδ' ένα δεν άκουσα. Μα κι ο χορός τους ακόμα δεν ήτον ο πολύδιπλος και ζωηρός εκείνος χορός οπώβλεπα στα χωριά των βουνών.

Όλοι έπιναν κρασί, οι οκάδες έρχουνταν ολοένα, τα τραγούδια λέγουνταν με φωνές βραχνές, με φωνές ψιλές, με φωνές ξεσκισμένες, με φωνές βαθειές, τόρα ένα κλέφτικο, ύστερα ένα ερωτικό, κατόπι ένα ανατολίτικο, πότε αμανές, και πότε σαμπαΐ. Και το γλέντι άναβε ολοένα, όντας πήρε αυτός το μπουζούκι του.