United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος εφόρεσε τα καλά της και ήλθε, φέρουσα την μαύρην μανδήλαν της χηρείας της, επιφυλαχθείσα να φορέση χρωματιστήν «πολίτικην» την στιγμήν μόνον που ήθελεν ασπασθή τα στέφανα. Ήλθε και η ανδραδέλφη της κ' εστάθη υψηλή, σιμά εις την τέμπλαν, άλλη τέμπλα έμψυχος αυτή, πλατεία, ακίνητος, στολισμένη ως νύμφη. Διότι η τέμπλα δεν είνε να λείψη από την αίθουσαν όπου θα τελεσθή ο γάμος.

Η θεία-Αννούσα, σκεπασμένη πάντοτε με την μαύρην της χηρείας μανδήλαν, και η Θωμαή, φέρουσα επί της κεφαλής της βαρύ μαύρον σάλιον, ως καλογραία της Τήνου κουκουλωμένη, υπό το οποίον έλαμπον δύο κατάμαυροι οφθαλμοί, πλήρεις ζωής και χάριτος, οσάκις εσπόγγιζε τα δάκρυά της.

Και καταληφθείς ο γέρων πλοίαρχος από ένθεον πλέον ευγλωττίαν, ήρχισε να διηγήται προς τον έκθαμβον εφημέριον το πώς έγινεν η άλωσις της Πόλεως. Ήρχισε να περιγράφη την σφαγήν και την εξιλαστήριον θυσίαν του Γένους και την μαύρην ολοκαύτωσιν, με ρητορείαν ακατάσχετον, του Χρονογράφου γλαφυράν παράστασιν.

Η δυστυχής Κυρατσούλα, ακούσασα πρώτον τους ψιθυρισμούς — «βούλιαξαν καράβια» της είπον κατ' αρχάς, έπειτα άλλος τις επρόσθεσεν, «εις την Μαύρην θάλασσαν» — ήρχισε πάραυτα να αισθάνεται θλίψιν μυστικήν ως πόνον εις την καρδίαν. Τέλος όμως το έμαθε καθαρά. Έπεσε λιπόθυμος. Η γραία μήτηρ έβαλε φωνάς.

ΑΝΑΧ. Και βέβαια, Σόλων, δεν ήλθα εδώ δι' άλλο τίποτε από την Σκυθίαν, δεν διέτρεξα τόσην ξηράν και δεν επέρασα την τρικυμιώδη Μαύρην Θάλασσαν παρά διά να μάθω τους νόμους των Ελλήνων και σπουδάσω τα έθιμά σας και μελετήσω το καλλίτερον πολίτευμα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Εκείνο που τους 'μέθυσε, καρδιάεμένα δίδει· εκείνο που τους 'δρόσισεν, εμένα με φλογίζει!... Τι είναι τούτο; — Σιωπή!... Η κουκουβάγια ήτον, ο κράκτης ο απαίσιος, που άγρια φωνάζει την μαύρην καλήν-νύκτα του! — Ο Μάκβεθ είναι μέσα, η θύρα είναι ανοικτή, κ' οι δούλοι μεθυσμένοι εμπαίζουν το καθήκον των με τα ροχαλητά των.

Αν δ' επλανήθην 'στών σοφών την μαύρην ερημίαν ως πρόβατον απολωλός ως έλαφος διψώσα, μικράν δεν ηύρα όασιν, μηδέ πηγήν καμμίαν, να δροσισθή το στήθος μου κι' η φλογερά μου γλώσσα. Κι' εκ των ερήμων έρχομαι ως γέρων κεκυφώς κι' είν' έγκυον το πνεύμα μου με χίλιαις δυο ψευτιαίς, ανέσπερον εζήτησα και καταυγάζον φως, αλλ' εις το τέλος μ' άφησαν με της κολοφωτιαίς.

Η γρηά-Συνοδιά έβαλε τέλος τας χείρας εις τους κόλπους της κ' εξήγαγεν αυτήν πλήρη αμυγδάλων και λεπτοκαρύων, τα οποία εμοίρασεν εις τα δύο παιδία. Εξεδίπλωσε και την μαύρην καινουργή φουστάναν της, και εντός αυτής ευρέθη παραδόξως προσόψιον φέρον τυλιγμένον μικρόν ευώδες χριστόψωμον, το οποίον επρόσφερεν εις την κόρην της ειπούσα·Καλή χρονιά.

Και επερίμενε με χαράν «να έλθη ο καλός της». Αλλ' ήλθον μίαν ημέραν αι εφημερίδες όλαι των Αθηνών, αίτινες από του «Νεολόγου» παραλαβούσαι εκόμισαν την θλιβεράν είδησιν ότι ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα επνίγη εις την Μαύρην θάλασσαν. «Τον έφαγαν τα κύματα» όπως έλεγε τα μοιρολόγιον. Είπον όλοι να μη το φανερώσουν.

Η θειά το Μαλαμώ είχεν αποκοιμηθή δις ήδη υπό την πρύμνην, όπου έσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδήλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα γόνατα. Ο κυρ-Αλεξανδρής είχε πάρει δύο τροπάρια παραπλεύρως αυτής, ονειρευόμενος ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς αύτη εκινείτο ευρύθμως ως βρεφικόν λίκνον.