Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Όχι, παπά μου, ούτε κουμπάραις, ούτε βαπτιστικαίς. Αλλά έτσι γυρίζει εις της φάμπρικαις, ένας παρολογιασμένος. Εκεί τρώει, εκεί κοιμάται. Μαζί με τα βαρέλια και με κάτι άλλους ομοίους του, εκεί εις τα Καράκιοϊ και το Μπαλούκ- παζάρ, εις την βρώμα και δυσωδία. Και μετά μικρόν εξηκολούθησε: Δεν είμαστε κι' ημείς μια φορά νέοι, παπά-Νικόλα; Μα είχαμε και ψίχα φιλότιμο επάνω μας.
Αλλ' από πού θα φυσήξη ο καιρός; Ο ιερεύς διά να κατευνάση τελείως τον φίλον του, ήλλαξεν ομιλίαν αμέσως, και ερωτά. — Είχες κανένα γράμμα; Τώρα ήλθε το ταχυδρομείον. — Τι γράμμα και ξεγράμμα, Παπα-Νικόλα μου! Εγώ το ξέγραψα πλέον το παιδί μου. Για μένα είνε σαν να μη υπάρχη. Πάνε οκτώ χρόνια τώρα και η αιδεσιμότης σου κάθησαι και μου γραμματίζεις!
— Δεν ξεύρεις, μάννα, έλεγε και η Κυρατσούλα έπειτα εις την μητέρα της. Πρωί πρωί ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα πού να ήτανε; — Τι; Εμουρμούρισεν η γραία. — Τίποτε· είπεν η κόρη και εκοκκίνισεν άλλην μίαν φοράν. Το αθώον αυτό συνάντημα κατέληξεν εις αρραβώνας. Ω! είθε όλα τα αθώα συναντήματα ν' απολήγωσιν ούτως εις την πλέον χαρμόσυνον ευτυχίαν. Μετ' ολίγον καιρόν εωρτάσθησαν και οι γάμοι.
— Καλά που ήλθες, Παπα-Νικόλα! Ο Θεός σε έστειλεν. Ακόμα ολίγον να διαπράξω έγκλημα, επάνω εις τον θυμόν μου. Είπεν ο καπετάν-Μαμμής προσπαθών μετά πολλής βίας να καταπνίξη την οργήν του. — Όχι, αγαπητέ φίλε. Ο θυμός ποτέ δεν είνε καλόν πράγμα. Ο καπετάν-Μαμμής ήρχισεν ολίγον κατ' ολίγον να κατευνάζεται ωσάν εξατμιζομένη μηχανή προς την εμφάνισιν του ιερέως, τον οποίον πολύ εσέβετο.
Δεν άρχιζαν όμως να φαν, γιατί περίμεναν τον παπά-Νικόλα να τους ευλογήση το τραπέζι και να τους ευχηθή μια χαμένη ευχή: «&να καλοδεχτούν&»
Πώς συνέβη να περνά πρωί πρωί απ' εμπρός της ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα, ωραίος, ναύτης, φιλόπονος και φιλομαθής, επιστρέφων από το πλησίον της πόλεως πατρικόν κτήμα του. Εκοκκίνισεν η Κυρατσούλα. Ούτως ωνομάζετο η εύμορφος κόρη.
— Τα είδες εσύ ποτέ σου αυτά, παπά-Νικόλα μου; Εγώ τα είδα. Μάλιστα. Εκεί είνε λοιπόν και ο Αράπης θαμμένος, και του ανάπτουν και καντήλι οι Τούρκοι και τον έχουν τον τάφον του με κάγκελλα συγυρισμένον και ένα εύμορφον κλήμα τον σκεπάζει με τα πλατειά τα φύλλα του.
Όταν επήγε να πάρη βάγια των Βαΐων, έκαμαν εις τα μάτια όλαι αι γυναίκες εν τη γυναικωνίτιδι. «Αφιονιάσθηκαν», έλεγεν η γραία μήτηρ της. Ο δε Νικολάκης του Παπά-Νικόλα ήτο πάλιν αξιέραστος εν τη ανθηρά νεότητί του. Τα φορέματά του κατεσκευάσθησαν εν τη κομψή και ευθηνή αγορά της Μασσαλίας εκ λεπτού εριούχου.
Και επερίμενε με χαράν «να έλθη ο καλός της». Αλλ' ήλθον μίαν ημέραν αι εφημερίδες όλαι των Αθηνών, αίτινες από του «Νεολόγου» παραλαβούσαι εκόμισαν την θλιβεράν είδησιν ότι ο Νικολάκης του Παπά-Νικόλα επνίγη εις την Μαύρην θάλασσαν. «Τον έφαγαν τα κύματα» όπως έλεγε τα μοιρολόγιον. Είπον όλοι να μη το φανερώσουν.
Μάννα και γυιός, δυο όντα στον κόσμο, που το ένα ζούσε για το άλλο, κάθονταν στην άκρη του τραπεζίου μελαγχολικοί, και περίμεναν τον παπά-Νικόλα να ευλογήση και ν' αρχίσουν να φαν, αλλ' ο παπά-Νικόλας αργούσε, γιατί ευλογούσε με τη σειρά τα τραπέζια των σπιτιών του χωριού, και δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι της Τασιούλαινας και του Γεωργάκη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν