United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα μήτ' αυτό δεν έσωνε, παρά και χρυσές πλεξούδες τους κρέμαζαν οι παραστεκάμενες, και με δέσιμο Περσικό τους περίζωναν το κεφάλι τους. Άλλες πάλι άφιναν ψιλές ψιλές πλεξούδες κ' έπεφταν απάνω στους ώμους, σκεπάζοντας το κεφάλι με χρυσοΰφαντα φακιόλια ή με σκουφάκια από δίχτι καταστόλιστο πετράδια. Σαν τέλειωνε το συγύρισμα τω μαλλιώνε, άρχιζαν και τάλλα στολίσματα.

Ν' αγριέψη ο κόσμος και νάχουμε φασαρίες!.. Έτρεξε πίσω από τους παπάδες, δίπλα στο κόνισμα κ' έδειχνε μεγάλη κατάνυξη. Όταν φώναζε το πλήθος το «Κύριε ελέησονάνοιγε το στόμα, το φώναζε κ' εκείνος δυνατά, ρυθμικά και μονότονα. Μόλις άρχιζαν τα σταυροκοπήματα, τ' άρχιζε κ' εκείνος και δεν έπαυε αν δεν έπαυαν πρώτα οι άλλοι.

Μα τέλος πια στους πύργους σαν έφτασαν των καραβιών και στο βαθύ χαντάκι, εκεί οι φρουροί τότ' άρχιζαν το δείπνο να τοιμάζουν· ύπνο όμως ο αργοφονιάς Ερμής τους περεχύνει 445 όλους, και το πορτί μεμιάς ανοίγει, και τους σύρτες τους σπρώχνει πέρα, κι' έπειτα μπάζει το γέρο μέσα και μπάζει τα καμαρωτά κανίσκια με το κάρο.

κι απαντώντας οι Κυανοί, τραγουδηστά, πάντα. Φέρον υγείαν και χαράν και την ευημερίαν. Δεν είταν όμως τραγούδια πάντα, καθώς θα δούμε είταν και σπουδαιότερα πράματα, μάλιστα από τον πέμτο τον αιώνα και δώθε που άρχιζαν κ' έπαιρναν τα κόμματα πολιτική χρωματιά. Είδαμε πόση σημασία τούδινε του ιπποδρομίου το παλάτι, τότε που πήγε η Αριάδνη και θρονιάστηκε στο κάθισμα να καθησυχάση τα πλήθη.

Έπλεχνε με την καλτσοβελόνα και με το νου της. Σταμάτησα το σιγανό μου σφύριγμα άμα την είδα. Ανέβηκε στα στήθια μου σαν παράξενο σύγκρυο. Θόλωσαν τα μάτια μου και μήτε πια τον Τοπχανέ δεν μπορούσα να δω. Το παρατήρησε αυτή δεν το παρατήρησε, ποιος το ξέρει. Αφήκε όμως το πλέξιμό της και κίνησε καταόξω. Βασιλεμένος ο ήλιος ώρα πολλή. Άρχιζαν και τρεμούλιαζαν τάστρα.

Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντασμα θαρρούσα πως είμουνα. Δεν το πίστευα πως είμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις. Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τριγύρω. Μήτ' από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαϊδούσαν τα πουλιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρεμνό. Σαν το γίδι κατέβηκα.

«Ύστερα άρχιζαν να φεύγουν λίγοι-λίγοι οι καλοί χωριανοί μου, κι' έμεινα μόνος με τους ανθρώπους του σπιτιού μου.

Πάλμο, να λυπηθής την κακόμοιρη σου τη Μοιρίτα! Μου τάλεγε μ' έναν τρόπο που μου ραγίζει την καρδιά, μόνο που το θυμούμαι. Άρχιζαν πάλε να βρέχουνται τα μάγουλά της. Πώς να την αφήσω να κλαίη; Ο μεγαλήτερός μου ο καημός είταν ο καημός της. Ήθελα να μοιάζη η ζωή της με την ήσυχη την ακρογιαλιά που κοιμάται μέσα στα λιμάνια. Προσπαθούσα να στρώσω γλυκά και τον άμμο, να μαλακώσω και το χώμα.

Ακούοντας έτσι ευθύς εμίσευσα από αυτόν, και ύστερον από ολίγην ώραν, ηύρα τον δεύτερον γέροντα· ετούτος εφαίνονταν νεώτερος από τον άλλον, και τότε άρχιζαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του, ώστε που ημπορούσε να νομισθή υιός του πρώτου και όχι μεγαλύτερός του. Τον ερώτησα και αυτόν ωσάν τον άλλον, αν ήξευρε ποίος εκατασκεύασεν εκείνο το χαμαϊλί.

Και αυτοί τα επάνω κρέατα ψημέν' αφού σηκώσαν μερίδαις κάμαν και άρχιζαν το θαυμαστό τραπέζι· 280 τότ' οι υπηρέταις έθεσαν μερίδα του Οδυσσέα όσην και κείνοι ελάμβαναν, ως είχε παραγγείλει ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.