United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απεδέχθησαν την πολλάκις παρά των εχθρών προβληθείσαν υποταγήν. Ώστε εις διάστημα ενός μηνός μετά την πτώσιν του Μεσολογγίου, όλαι αι επαρχίαι της Στερεάς Ελλάδος υπετάχθησαν χωρίς πόλεμον εις τον Κιουταχήν, αυτός δε θέλων να καθησυχάση τα έτι εξηγριωμένα πνεύματα των Ελλήνων, εφέρετο με απαραδειγμάτιστον ημερότητα και συγκατένευσεν ευκόλως εις όλα των τα ζητήματα.

Ο ύπνος θα τον καθησυχάση, αύριον δε εξυπνών ενωρίτερον θα προετοιμάση με νουν καθαρόν το μάθημά του. Κατεκλίθη λοιπόν και έσβυσε το φως. Αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο. Περιεστρέφετο άυπνος επί της κλίνης ο Κ. Πλατέας, εν μέσω δε του σκότους και της σιωπής η έντασις του νευρικού του συστήματος μετέτρεπεν επί μάλλον και μάλλον τας σκέψεις του εις τύψεις συνειδήσεως.

Ξετινάζουν αποπάνω τους ό,τι πολιτισμό τους είχε δοσμένο η καινούρια πατρίδα τους, και χυμίζουνε σαν πρώτα αγριεμένοι, αχόρταγοι, λυσσαγμένοι. Ως τα πρόθυρα της Πρωτεύουσας αποκότησαν κ' ήρθανε. Βγαίνει τότες ο Ρουφίνος, ανταμώνει τον Αλαρίχο, και πασκίζει με κάθε τρόπο να τον καθησυχάση.

Εν μέσω της βραχείας σιωπής, η οποία συνώδευσε τας περί τύπου ενδομύχους σκέψεις του επάρχου, αντήχησεν αίφνης εντός της τραπεζαρίας η πένθιμος φωνή του τυφλού·Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! Η μικρά ετρόμαξε πάλιν, προς άκραν στενοχωρίαν της μητρός της, η οποία επροσπάθησεν εκ νέου να την καθησυχάση, λαβούσα αυτήν επί των γονάτων και ψιθυρίζουσα θωπευτικά λόγια.

Η Λαίδη Μάκβεθ προσπαθεί μετά μεγίστης παρρησίας πνεύματος να καθησυχάση τους παρά την τράπεζαν φίλους, εξηγούσα ότι ο Μάκβεθ υπόκειται εις το πάθος τούτο από νεαράς ηλικίας, αλλ' ότι το πράγμα δεν είναι σπουδαίον, — και απευθυνομένη μετά ταύτα κατ' ιδίαν, προς τον σύζυγον προσπαθεί να τον επαναφέρη εις τας αισθήσεις του.

Η τελευταία εκμυστήρευσις της Λιαλιώς, περί του μνηστήρος του πνιγέντος εν τω Ευξείνω, δεν ίσχυσε να τον καθησυχάση, και ο πειρασμός του ενέπνεε την σκέψιν ότι, μία γυνή ήτις ελησμόνησε τον ατυχή εκείνον διά να νυμφευθή ένα γέροντα, ήτο ικανή να εγκαταλίπη τον γέροντα δι' ένα τρίτον μένοντα εις την πατρίδα της.

Έμεινε το λοιπόν ο Γρηγόριος πνεματικός πατέρας της φουρτουνιασμένης εκείνης κοινωνίας. Και πρέπει να ειπωθή προς τιμή τουαγκαλά καθώς ξέρουμε του είτανε φυσικόπως άλλη βία ατός του δε μεταχειρίστηκε για να καθησυχάση τα ταραγμένα εκείνα πλήθη παρά τη δύναμη του λόγου και της αγγελικής του αγαθωσύνης, πασκίζοντας με το καλό να μεταπείθη τον κάθε αλλόδοξο.

Επί πολύ επειράθη να κρύψη την αδυναμίαν του, αλλά τέλος πάντων εξεχείλισαν τα δάκρυα εκ των οφθαλμών του και τα παράπονα εκ των χειλέων. Η Ιωάννα εζήτει κατ' αρχάς να καθησυχάση τον σύντροφόν της, βεβαιούσα ότι τα περικυκλούντα αυτόν ζοφερά νέφη ήσαν απλώς μαύραι πεταλούδαι, γεννήματα του εξημμένου εγκεφάλου του.

Διότι, όταν μολυνθή το κοινόν αίμα, δεν υπάρχει άλλος καθαρμός ούτε ημπορεί να ξεπλυθή το μολυσμένον πριν πληρώση με φόνον όμοιον τον φόνον η εγκληματήσασα ψυχή και καθησυχάση όλην την οργήν της συγγενείας διά της εξιλεώσεως. Αυτάς λοιπόν τας εκδικήσεις των θεών φοβούμενος κανείς πρέπει να τα αποφεύγη αυτά.

Και ίνα καθησυχάση την παραπονουμένην δικαίως γυναίκα, προσέθηκε μειλιχίως, θέλουσα να μειδιάση τάχα μ' εκείνο το ξηρόν πρόσωπόν της: — Πού να θυμηθώ! Έχεις ένα σουρό βασιλόπηττες! — Τι θα πη ένα σουρό! έλεγεν η ξένη γυνή, φυσώσα επί του τελευταίου ταψίου, ως να ήτο τάχα αναμμένον και ήθελε να το σβύση.