United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιο κεφαλαίς περσότεραις σκληρά να πρωταρπάξη, Για να ταις βάλη επανωταίς να χτίσει πυραμίδα Ποιο δέρνει τους συντρόφους του με σκοτωμένου χέρι. Εισελθόντος δε εις την αυλήν τυφλού γέροντος να ζητήση ελεημοσύνης, ρίπτουσι τα λυκόπουλα ταύτα εις την τρέμουσαν εκ του ψύχους παλάμην του αναμμένον άνθρακα και τεμάχιον πτώματος, Και τόνε διώχνουν σκούζωντας: «Ψήσε το να χορτάσης!

Είπεν ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός, κ' εστερέωσεν αυτό αναμμένον επί των σιδηρών δρυφάκτων του εξώστου. Πάραυτα έλαμψεν ο πυθμήν κάτω και πέραν η εγγύς ακτή της ξηρονήσου, ης οι βράχοι μετεκινούντο, θαρρείς, εδώ κ' εκεί, ως φώκαι χορεύουσαι. Ήστραπτε και εγυάλιζεν η ομαλή της θαλάσσης επιφάνεια ως καθρέπτης.

Τέλος, μικρόν προ του μεσονυκτίου, ότε είχεν αρχίσει να γίνεται ανάγνωσις του πανηγυρικού της ημέρας, ενώ ο Αγάλλος είχε κινηθή να εξέλθη του ναού διά να πυρωθή ολίγον εις το έξωθεν αναμμένον πυρ, κ' εσυλλογίζετο την ανησυχίαν της γυναικός του, διότι ήτο βέβαιος ότι η πενθερά του θα έφθασεν από την χώραν και επληροφόρησε την Αφέντραν περί της αναχωρήσεώς του εκ της πολίχνης, βλέπει έξαφνα την πενθεράν του και τον Παγώναν και παρουσιάζονται.

Και αμέσως παίρνω και άλλα δυο παιδιά μαζύ μου, και πηγαίνω κάτωτην πόρτα του Νάρθηκα και στέκουμαι εκεί. Ύστερ' από λίγο, να κ' έρχεται ο Φαφάνας με το Μηναίον ανοικτόν, γεμάτο ασημένια νομίσματα, με το κηρίον αναμμένον.

Η συνείδησίς μου ήρχιζε και αυτή να καθησυχάζη, η ένοχος, και μετά τινας ημέρας ήρχισα να διακρίνω επάνω εις το στήθος μου, οπού είχον πάντοτε την χρυσήν μου καδένα, κάτι ως φως, κάτι τι ως αναμμένον κηράκι, και μου εφαίνετο ότι ανέπνεα οσμήν μοσχολιβάνου. Θάρρος μου έλεγε πάντοτε ο ιατρός, θάρρος μου επανελάμβανε και ο έτερος των γλωσσιτών, οπού με υπηρετούσεν ως αδελφός μου.

Είχον επιπασθή με στρώμα σακχάρεως, επί της οποίας ετέθησαν σταυροειδώς σταφίδες· κλωναράκια δύο ξηρού βασιλικού και μαντζουράνας συνεπλήρουν την όλην ευπρέπειαν με πολλήν σεμνότητα. Ένα κηρίον εμπηγμένον εις το μέσον ήτο αναμμένον.

Τότε λαβών ολίγον θάρρος, άρχισα την περιοδείαν μου από τους χορούς, χαιρετίζων έκαστον, 'ς το στασίδι του, με το βιβλίον ανοικτόν, μ' εν κηρίον αναμμένον. — Η προαίρεσις δίδου! Τα παιδιά με εκύτταζον με θαυμασμόν. Μερικά δε με ηκολούθουν, ως σωματοφύλακες. Όλοι μου έρριπταν ασημένια. Οι δύο εξόριστοι αξιωματικοί ο καθένας μου έρριψεν από μίαν ρεγγίναν, γελαστοί και χαρούμενοι.

Και ίνα καθησυχάση την παραπονουμένην δικαίως γυναίκα, προσέθηκε μειλιχίως, θέλουσα να μειδιάση τάχα μ' εκείνο το ξηρόν πρόσωπόν της: — Πού να θυμηθώ! Έχεις ένα σουρό βασιλόπηττες! — Τι θα πη ένα σουρό! έλεγεν η ξένη γυνή, φυσώσα επί του τελευταίου ταψίου, ως να ήτο τάχα αναμμένον και ήθελε να το σβύση.