United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η σκαμπαβία έτρεχε, μετά ρυθμικού κρότου των κωπών επί των σιδηρών διχαλωτών σκαλμών, με δύναμιν απαισίου καρχαρίου, πομπώδης και μονότονος.

Ηκολούθησα από εκεί ένα κένταυρον, που με έφερεν εις ένα κάμπον· αλλά προτού να φθάσω εις αυτόν εχρειάσθην να περάσω πλησίον εις ένα σπήλαιον, από το οποίον είδα να βγαίνουν μεγαλώτατες φλόγες και καπνοί και ήκουσα μίαν φοβεράν βοήν σιδήρων, που εκτυπούσαν με φωνές και παράπονα, κραυγές και ουρλιάσματα φοβερώτατα.

Οι παρατεταγμένοι εις την πρώραν εμάχοντο με πολύ θάρρος και εισπηδώντες εις τα αντίπαλα νησιά εφόνευον• αιχμαλώτους δεν συνελάμβανον. Αντί σιδηρών χειρών έρριπτον οι μεν προς τους δε πολύποδας μεγάλους δεμένους, οι οποίοι περιπλεκόμενοι εις τα δένδρα εκράτουν και έσυρον ολόκληρον την νήσον.

Απαντά: — Περίμενε και θα ίδης. Και βλέπω αυτόν τοποθετούντα επί ράβδων σιδηρών μηχανήν, ανυπομονούσαν να εκκινήση και να συρθή προς τα εμπρός επί οδού χωρίς τέρμα. Και ακόμη βλέπω τον Άνθρωπον, να τοποθετή επ' αυτής τον άρτον του, τον οποίον εκράτει εις χείρας του ασφαλώς, και ν' αφίνη την μηχανήν ελευθέραν εις την οδόν την ατέρμονα.

Ο δε Γύλιππος και οι Συρακούσιοι, ιδόντες τας ετοιμασίας ταύτας, δεν εδυσκολεύθησαν να εννοήσουν ότι οι Αθηναίοι είχαν σκοπόν να ναυμαχήσουν. Το σχέδιον της διά των σιδηρών χειρών προσβολής τους είχεν αναγγελθή προηγουμένως· διά να αποφύγουν λοιπόν τον κίνδυνον τούτον, περιετύλιξαν με δέρματα το ανώτερον μέρος της πρώρας, διά να γλυστρή η σιδηρά χειρ χωρίς να ευρίσκη λαβήν.

Η βαρεία δόνησις των σιδηρών σημάντρων διεκλόνει τας γηραιάς δοκούς και τας σαπράς σανίδας, αι ήχοι των κρότων τούτων με τους μυστηριώδεις νυκτερινούς ψιθύρους της φύσεως συμφυρόμεναι απετέλουν εναρμόνιον αντήχησιν βυθίζουσαν την ψυχήν εις υπερφυά ρέμβην.

— Σ' το ρημαδιακό σ' να κάμουν σταυρό, θεοκατάρατε! Απήντησε τότε τραχεία και φοβερά φωνή γραίας άλλης, σωρευμένης ως σακκίου επί της σαλευομένης του μαύρου οίκου αυλαίας, υψηλής και μεγάλης ως παλατίου, ήτις σεισθείσα επί των σιδηρών στροφίγγων της, έτριξε γοερώς, ως να έκλαιε πνιγόμενος.

Εμάζευον τους βραχίονας και συνεσφίγγοντο ως διά σιδηρών ζωνών μέχρις αποπνιγμού. Τα μακρά υπόκυρτα κοντάκια των ασημοπιστολών, αι κοκκάλιναι λαβαί των μαχαιρών κ' αι σφαιροειδείς των χαρμπίων, ανορθωμέναι επί των σελαχίων κατέτρωγον και ηπείλουν να τρυπήσουν τα στήθη των.

Επί παραδείγματι το παρκέττο δεν είχε τάπητας, τα παράθυρα δεν είχον παραπετάσματα, τα εξώφυλλα ήσαν ερμητικώς κλεισμένα διά σιδηρών ράβδων, όπως τα των εμπορικών καταστημάτων. Παρετήρησα ότι η τραπεζαρία απετέλει μόνη της άλλοτε την μίαν πτέρυγα της επαύλεως και τούτο διότι αι τρεις πλευραί του παραλληλογράμμου εστερούντο παραθύρων, μόνον δε επί της τετάρτης πλευράς ευρίσκετο η θύρα.

Η πρώτη προς αυτόν ερώτησίς μου απετέλει αληθή ερωτήσεων ορμαθόν. «Τι είναι η αίθουσα αύτη; Τι κάμνουσιν οι επί των σιδηρών τούτων πλακών εξηπλωμένοι, ο παχύς ούτος αξιωματικός, η ξανθή δέσποινα, ο χωρικός, η άλλη γυνή και το παιδίον; Διατί κρατούσι σχοινίον κώδωνος ανά χείρας ; Ζώντες είναι ή νεκροί;». Εις μόνην την τελευταίαν ταύτην ερώτησιν απεκρίθη μειδιών ο αγαθός Ίνσχιος. «Δεν ηξεύρω»· η εξήγησις όμως της αγνοίας του διήρκεσε δύο ολοκλήρους ώρας, δαπανηθείσας εις το να μοι αποδείξη επιστημονικώς, ότι προ της παρελεύσεως τεσσάρων τουλάχιτον ημερών, αδύνατον ήτο αυτώ ν’ αποφανθή μετά θετικότητος, αν οι ενώπιον ημών κατακείμενοι ήσαν ζώντες ή νεκροί.